Στις προσπάθειες επενδύσεων στη χώρα μας κατακρίνοντας τους χειρισμούς της κυβέρνησης αναφέρθηκε Ντόρα Μπακογιάννη.
«Η κυβέρνηση ακυρώνει στην πράξη κάθε σοβαρή επενδυτική προσπάθεια στέλνοντας ένα εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα προς τους επενδυτές», τόνισε η τομεάρχης Οικονομίας και Ανάπτυξης της Νέας Δημοκρατίας, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
Με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στην Ελλάδα, η κ. Μπακογιάννη χαρακτήρισε «παραδοσιακά εξαιρετικές» τις σχέσεις Ελλάδας-Γαλλίας και χαιρέτισε την προοπτική να έρθουν γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα «υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική πλευρά το εννοεί».
Δυστυχώς, τόνισε η τομεάρχης Οικονομίας και Ανάπτυξης της ΝΔ, «έχουμε μια κατάσταση αρκετά δύσκολη σ’ αυτή τη χώρα σε επίπεδο ρητορικής. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει προσαρμοστεί πλήρως στην ανάγκη να υπάρξουν ιδιωτικές επενδύσεις, το οποίο είναι ένα βήμα θετικό, σε επίπεδο πράξεων, όμως, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ακυρώσουμε τις επενδύσεις αυτές».
Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «ακυρώνει στην πράξη κάθε σοβαρή προσπάθεια επενδυτική που γίνεται και αυτό είναι ένα εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα για όποιον επενδυτή θέλει να έρθει στην Ελλάδα» και έφερε ως παράδειγμα το Ελληνικό, για το οποίο είπε χαρακτηριστικά πως «όταν έχεις έναν υπουργό του Περιβάλλοντος, ο οποίος λέει ότι ‘εγώ δεν θεωρώ το Ελληνικό καλή επένδυση, το μήνυμα στη γραφειοκρατία πάει».
Η κ. Μπακογιάννη σημείωσε πως «κάθε επένδυση που γίνεται, η Νέα Δημοκρατία όχι μόνο τη δέχεται αλλά και την υπερθεματίζει»αλλά «με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το να προχωρήσει η Ελλάδα μπροστά είναι πολύ δύσκολη υπόθεση».
Ερωτηθείσα πώς θα μπορέσει να υλοποιήσει η Νέα Δημοκρατία τις δεσμεύσεις της για δημιουργία ενός ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος για τους επενδυτές δεδομένων των δεσμεύσεων απέναντι στους δανειστές, η κ. Μπακογιάννη απάντησε πως «υπάρχουν πολλές δεσμεύσεις απέναντι στους δανειστές αλλά εμείς έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να το κάνουμε» και έφερε ως παράδειγμα τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από τη Νέα Δημοκρατία, τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις κ.ά. και μάλιστα, όπως είπε, «υπό χειρότερες και πιο δύσκολες συνθήκες».
«Έχουμε χάσει 2,5 χρόνια, δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο επίπεδο του 2014 και αποδείχθηκε στην πράξη ότι η είσπραξη φόρων, δηλαδή το ποσό που εισπράχθηκε με μειωμένη φορολογία στην εστίαση ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτό που εισπράττεται με την αυξημένη φορολογία» πρόσθεσε.
Χαρακτήρισε «δομική και ιδεολογική» τη διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στο θέμα της φορολόγησης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο κ. Τσακαλώτος λέει ότι κατά την άποψή του η Ελλάδα είναι υποφορολογημένη. Είναι δομική, ιδεολογική η διαφορά μας. Εγώ πιστεύω πως η Ελλάδα είναι υπερφορολογημένη σε όλα τα επίπεδα (από τον ΕΝΦΙΑ ως τη φορολογία των εργαζομένων)».
Για την παρουσία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην 82η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), η κ. Μπακογιάννη τόνισε πως «το στοίχημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι να παρουσιάσει το αύριο, να παρουσιάσει το μέλλον» και πρόσθεσε: «Οι Έλληνες έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους.
Όποιον κι αν ρωτήσετε σήμερα στον δρόμο αν ο κ. Τσίπρας είναι ειλικρινής ή ψεύτης θα σας πει ότι είναι ψεύτης. Όποιον κι αν ρωτήσετε αν αντέχει να πληρώνει φόρους θα σας πει δεν αντέχει. Αυτά είναι δεδομένα. Δεν έχει κανένα νόημα. Το θέμα και το στοίχημα της Νέας Δημοκρατίας είναι να αποδείξει ότι έχει το σχέδιο και το όραμα για το μέλλον των παιδιών μας».
Το ερώτημα, σημείωσε, «είναι αν η Ελλάδα του αύριο θα μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς, ευπρεπώς και με ευμάρεια τα παιδιά της», επισημαίνοντας πως αυτό “γίνεται αλλά με πολλή δουλειά και σχέδιο».
Αναφορικά με το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, η κ. Μπακογιάννη σημείωσε πως «είναι ένα νομοσχέδιο που δεν λέει απολύτως τίποτα» καθώς «δεν έχει κανένα κεντρικό, ουσιαστικό μήνυμα».
Είπε ακόμη πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αδήλωτη εργασία πρέπει να καταπολεμηθεί και να μπει τάξη σ’ αυτή την εργασιακή ζούγκλα» αλλά τόνισε ότι «κάποτε υπήρχε η μεγάλη μάχη και λέγαμε οι εργαζόμενοι των 700 ευρώ» και «σήμερα, ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος ταυτίζουν το όνομά τους με τους εργαζόμενους των 360 ευρώ».