Απάντηση σε όσους αντέδρασαν στην ανάληψη της Διεύθυνσης της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού έδωσε η Βασιλική Θάνου, η οποία εξέφρασε την εκτίμηση ότι τους «ενοχλεί ή τους φοβίζει» το γεγονός ότι έχει δώσει μάχη κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς και χαρακτήρισε «ανειλικρινή» την κριτική της Νέας Δημοκρατίας, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Alpha 989».
Η κ. Θάνου υπερασπίστηκε τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, λέγοντας ότι η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις είναι επιτρεπτή, αλλά πρέπει να αποφεύγεται όταν είναι απρεπής και παρατήρησε ότι «κακώς έσπευσαν ορισμένοι από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων να βγάλουν ανακοίνωση εις βάρος του αναπληρωτή υπουργού».
«Φανταζόμουν ότι θα υπάρχουν διάφορες αντιδράσεις, οι οποίες είναι πάντα από τα ίδια πρόσωπα, αυτό όμως δεν θα το σχολιάσω παραπάνω», ανέφερε η κ. Θάνου και πρόσθεσε: «Αποδέχτηκα τον πρόταση του πρωθυπουργού για να αναλάβω την Διεύθυνση της Νομικής Υπηρεσίας του πρωθυπουργικού γραφείου, διότι θέλω να εξακολουθήσω να υπηρετώ από μία κρατική, θεσμική θέση, προσφέροντας την εμπειρία και τις επιστημονικές γνώσεις που απέκτησα στα 42 χρόνια της δικαστικής μου σταδιοδρομίας. Κανείς δεν δικαιούται να καταλογίζει “συναλλαγή ή πελατειακή σχέση” μεταξύ εμού και της κυβέρνησης γιατί τις υπηρεσίες μου αυτές τις παρέχω χωρία καμία αμοιβή. Οι μόνες αποδοχές που θα έχω είναι η σύνταξή μου από το δικαστικό Σώμα, οι οποίες είναι λίγο πάνω από τις 2.000 ευρώ μηνιαίως. Θεωρώ ότι είναι μεγάλη ανοησία από αυτούς που το είπαν (ότι θα παίρνει οδοιπορικά)».
Για τους λόγους που οδήγησαν στις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν γι’ αυτήν την επιλογή έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: «Η δική μου εκτίμηση είναι ότι τους είναι πολύ ενοχλητικό ή ότι τους φοβίζει η συνεργασία, γιατί απέδειξα και από την προηγούμενη θητεία μου ότι έδωσα μάχη κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς, την οποία κάνει και η κυβέρνηση, ίσως για άλλους λόγους, δεν μπορώ να μπω στο δικό τους μυαλό».
Αναφερόμενη στη στάση της Νέας Δημοκρατίας και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κ. Θάνου σημείωσε: «Θεωρώ ότι ορισμένοι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων δεν δικαιούνται να κάνουν αυτήν την κριτική. Είναι τελείως ανειλικρινής η κριτική αυτή που κάνουν. Το κόμμα της ΝΔ δεν μπορεί τώρα αιφνιδίως να βγαίνει και να λέει ότι δήθεν αγωνιά γιατί κινδυνεύει η Δημοκρατία από το ότι η Θάνου διορίστηκε στο Νομικό Γραφείο του Πρωθυπουργού όταν όλος ο νομικός κόσμος γνωρίζει ότι ο νομικός σύμβουλος του κ. Μητσοτάκη είναι ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Ο τότε εν ενεργεία αρεοπαγίτης και εν ενεργεία πρόεδρος των δικαστών παραιτήθηκε και την επομένη μέρα κατέβηκε υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ στις εκλογές του 2012 και μάλιστα τότε έκανε και δηλώσεις η ΝΔ ότι με τον τρόπο αυτό αποδεικνύει το ενδιαφέρον της για τη Δικαιοσύνη. Τώρα το τότε “ενδιαφέρον” μετατρέπεται σε “αγωνία” δήθεν για το ότι κινδυνεύει η Δημοκρατία».
Η κ. Θάνου χαρακτήρισε «ανειλικρινείς» και τις δηλώσεις δύο πρώην γγ του υπουργείου Εργασίας: «Ήταν τότε μέλη της κυβέρνησης επί Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος διόρισε προϊστάμενο του Νομικού Γραφείου του λίγες μέρες μετά τη συνταξιοδότησή του τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ, κ. Σταυρόπουλο. Τότε, λοιπόν, όχι μόνο δεν υπήρξαν αντιδράσεις, αλλά έλεγαν ότι με τον τρόπο αυτό αξιοποιούν τις γνώσεις και την εμπειρία των δικαστικών».
Για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν την απόφασή της οι δικαστικοί, τόνισε: «Η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών που με παίρνουν τηλέφωνο εκφράζουν τα συγχαρητήριά τους και μου λένε ότι είναι πεπεισμένοι ότι με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο θα ασκήσω και τα νέα μου καθήκοντα».
Επίσης, η κ. Θάνου δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο πίσω από τις αντιδράσεις να βρίσκονται κάποιοι που ελέγχθηκαν από την ίδια στο παρελθόν, επισημαίνοντας: «Δεν το αποκλείω να είναι συγκοινωνούντα δοχεία… ορισμένοι που ελέγχθηκαν γενικότερα και από μένα προσωπικά ελέγχθηκαν πειθαρχικά διά ορισμένες παραλείψεις που είχαν κάνει και έκρινα εσφαλμένες, και οι οποίες αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν εσφαλμένες, αφού τιμωρήθηκαν από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Θεωρώ ότι πολύ πιθανόν πίσω από τις αντιδράσεις να είναι και κάποιοι από αυτούς. Προσωπικά σε μένα δεν απευθύνθηκε κανείς από τους ενδιαφερομένους, αλλά όπως είναι γνωστό έριχναν τα βέλη τους διά μέσου εκπροσώπων κομμάτων ή άλλων παραγόντων».
Όσον αφορά τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, υπογράμμισε: «Αποδεικνύεται καθημερινά ότι η κ. Τουλουπάκη είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να γίνει και είμαι και εγώ ιδιαίτερα ικανοποιημένη γιατί συνέβαλα σε αυτό. Εργάζεται νυχθημερόν, η ίδια έχει προχωρήσει πολλές υποθέσεις, οι οποίες χρόνιζαν στα συρτάρια ορισμένων (αυτό εννοούσε και ο κ. Παπαγγελόπουλος όταν είπε για ορισμένους εισαγγελείς και κακώς έσπευσαν ορισμένοι από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων να βγάλουν ανακοίνωση εις βάρος του). Κριτική είναι επιτρεπτό να γίνεται στις δικαστικές αποφάσεις. Όταν κανείς υπερβαίνει τα όρια και η κριτική αυτή δεν είναι επιστημονική κριτική ή ηθικού μέρους κριτική ή είναι κριτική κατά τρόπου απρεπή, τότε θα έπρεπε να αποφεύγεται. Η κριτική αυτή από πλευράς πολιτικών είναι ότι δεν μπορούν να μπουν και στη θέση δικαστών. Πολλές φορές ο δικαστής κρίνει μόνο με το γράμμα του νόμου και δεν προχωρεί περισσότερο να δει τις πολιτικές, κοινωνικές και λοιπές προεκτάσεις. Κατά την άποψη μου, ναι (θα έπρεπε να το κάνει)».