Στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Δημοκρατίας για τον Οδυσσέα Ελύτη παρευρέθηκε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος υπογράμμισε τους συμβολισμούς του μεγάλου Έλληνα ποιητή, οι οποίοι αντανακλούνται και στη σημερινή πραγματικότητα.
Ακολουθεί η ομιλία Σαμαρά:
Σήμερα, που την πολιτική κατακλύζουν οι αριθμοί, θέλω να πάω πιο βαθιά από την πολιτική. Η πολιτική δεν είναι μετέωρη, έχει ρίζες, έχει αφετηρίες. Εκεί που στηρίζεται βρίσκονται καμιά φορά τα βάθη της ψυχής μας.
Η διαύγεια που έλεγε ο Ελύτης θέλει δύναμη. Σε αυτά τα νάματα της ελληνικότητας του Ελύτη αξίζει να αναφερθούμε και ίσως τελικά κάποιος να καταλάβει στο τέλος ότι αυτή η ομιλία, αν και δεν ασχολείται με την πολιτική, υπονοεί πολλά πράγματα και ίσως να είναι και πιο πολιτική από πολιτικές ομιλίες.
Λένε ότι το Πνεύμα είναι Λόγος
Και η Αισθητική, Ήθος.
Πολλοί διακρίνουν το Λόγο από την Αισθητική.
Και το Ήθος του Προσώπου από τον απρόσωπο Λόγο.
Διαφοροποιούν, δηλαδή, το βαθιά Προσωπικό από το ακατάλυτα Αιώνιο…
Όμως ο Λόγος του Οδυσσέα Ελύτη είναι ταυτόχρονα Ελλάδα, Ελευθερία και Ελπίδα.
Δηλαδή Λόγος και Αισθητική μαζί.
Επίκαιρο και διαχρονικό μαζί.
Ελληνικό και Οικουμενικό μαζί.
Μια σύζευξη σπάνια!
Κι όπου υπάρχει φωτίζει, δημιουργεί, συναρπάζει, και αποκαθιστά.
Φωτίζει, με φως Ελληνικό.
Συναρπάζει, με την αρμονία της.
Δημιουργεί και σχηματοποιεί την εικόνα όσων βρίσκονται θαμμένα μέσα στην Ελληνική ψυχή. Και αποκαθιστά την Αλήθεια που δεν την ξέρουμε, που δεν την υποπτευόμαστε πολλές φορές. Kι ας την κουβαλάμε όλοι μέσα μας…
Την Αλήθεια της συλλογικής πνευματικής μας παράδοσης! Που δεν θα γίνουμε αντάξιοί της, αν δεν την μάθουμε…
Και δεν θα τη μάθουμε αν δεν συνηθίσουν τα μάτια μας στο εκτυφλωτικό της φώς…
Όπως λέει και ο ίδιος:
«Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
Για άλλους ποιητές, η Τέχνη τους είναι ξίφος κοφτερό…
Για άλλους, είναι σειρήνα εκμαυλιστική.
Για άλλους, είναι καμβάς όπου συνθέτουν μαγικές εικόνες.
Και για άλλους, είναι καθρέφτης, που αντανακλά κι αναδεικνύει της ψυχής τις πιο ανεξερεύνητες πτυχές.
Η ποίηση του Ελύτη είναι όλα αυτά μαζί.
Και κάτι παραπάνω:
Εργάτης πνεύματος σε αδαμαντωρυχεία ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης.
Κι έφερε στην επιφάνεια, ακατέργαστους λίθους που κρύβονται στα έγκατα του συλλογικού μας υποσυνείδητου.
Κι ύστερα τους σμίλεψε και μας τους παρέδωσε, τέλεια σχηματισμένα πετράδια από μιαν ανεκτίμητη πνευματική κληρονομιά. Όπου Ελληνισμός και Ελλάδα βρίσκονται πάντα στην ίδια τροχιά.
Στον «Κήπο με τις Αυταπάτες», σε έναν περίπλου δικού μας Πολιτισμού, ο Ελύτης εξηγεί το γιατί.
Σαν να ‘ταν κρυμμένος καπετάνιος μέσα μας, μας περιγράφει από τη γέφυρα, αναπολώντας γνώριμους, αλλά και προεξοφλώντας νέους, μελλοντικούς σταθμούς της χώρας μας. Και γράφει:
«Επειδή άπαξ και κάποιος επέτυχε – στον πολιτισμό εννοώ – δεν μπορεί παρά να επανέλθει. Μετά μυριάδες χρόνια θα επανέλθει».
Και ως προς τις παλιές περιπέτειες και αντιξοότητες που περάσαμε ως Έλληνες, ο Ελύτης φωτίζει το δικό μας αύριο με ένα μήνυμα γεμάτο Ελλάδα από τη δική του οραματική προβολή στο μέλλον.
Σας διαβάζω αυτολεξεί, να θυμάστε είμαστε στα 1995, όταν γράφει το κείμενο αυτό ο Ελύτης. Ακολουθώντας τη δική του Μηχανή του Χρόνου, διηγείται για προηγούμενα κοσμογονικά «γεγονότα» που προβλέπει να γενούν στο δικό μας μέλλον:
«Επείγοντα τηλεγραφήματα του Πρακτορείου Ρώυτερ από το Λονδίνο επισημαίνουν τον κίνδυνο που διαγράφεται για την σύνθεση του Βρετανικού Πληθυσμού, που κινδυνεύει ν’ αλλοιωθεί από την εισβολή παλαιών Ινδών αποίκων…
Η κατάληψη ολόκληρου του νοτιανατολικού τμήματος δημιουργεί κινδύνους για μελλοντική διχοτόμηση της νήσου, ή σχηματισμό δυαδικού κράτους. Δυνάμεις στρατιωτικές του Ηνωμένου Βασιλείου της Κύπρου σπεύδουν εις βοήθειαν, παράλληλα προς τα δύο σώματα στρατού που ανήγγειλε η Ελλάς…
Ένα παράδοξο είδος πολέμου αρχίζει ν’ αναφαίνεται, όπου δεν διακυβεύονται πλέον εδάφη, αλλά αυτά τούτα τα ονόματα. Έτσι καλεί η Γαλλία την Ελλάδα, που εγνώρισε πάλαι ποτέ την φιλία της, να μην την λησμονεί και να προστρέξει σε βοήθειάν της για την προάσπιση του ονόματος της Λωρραίνης απέναντι στις προθέσεις του Λουξεμβούργου να το οικειοποιηθεί. Συγκρούσεις δεν αναφέρονται αλλά…”.
Δυστυχώς καμιά άλλη συνέχεια δεν διασώζεται»
Ο Ελύτης μας έμαθε να ζούμε την ιστορική μας παράδοση, χωρίς να λυγίζουμε κάτω από το βάρος της.
Μας έμαθε να την αντικρίζουμε, χωρίς να τυφλωνόμαστε από την ακτινοβολία της.
Μας έμαθε να σκύβουμε μέσα στην Ψυχή μας χωρίς φόβο,
μας έμαθε να βιώνουμε την Ομορφιά χωρίς αλαζονεία,
μας έμαθε να ζούμε την Ελευθερία χωρίς έπαρση
και την Υπερηφάνεια με ταπεινότητα.
Μας δίδαξε το ελληνικό Μέτρο και μας έμαθε τον ελληνικό Τρόπο.
Και τι άραγε ξεχωριστή γεύση έχουμε εμείς οι Έλληνες;
Απαντάει ο ποιητής στην “Ιδιωτική Οδό”:
«Γεύση Σαντορίνης, γεύση Κρήτης, γεύση Άθω.
Μαζί με μιαν ελιά, εδώ ή εκεί, κοντακίου ή κάλβειας ωδής…
Κόσμος αιώνιος, αλλ’ αδιάπτωτα σε κατάσταση νεογέννητου. Σκηνές, που για να έχουν επαναληφθεί ταυτόσημες τόσο πολλές φορές, έφτασαν να γίνουν συντεταγμένες του Ελληνισμού.
Το χωριό τ’ ορεινό σε κάποιο νησί, το φτωχοεκκλησάκι, ο παπάς ο έρμος με όλο-όλο για εκκλησίασμα μια γραία και τρία μικρά παιδιά.
“Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών”. Στο παραθυράκι με το σπασμένο τζάμι ο ξεραμένος βασιλικός κι απ’ έξω, πέρα, ως κάτου αριστερά, οι πλαγιές με τις φυτείες από κρεμμύδια και τ’ αγριεμένο πέλαγος…
Μια μέσω του θανάτου αθανασία…
Ω, ας είναι καλά ο άγγελός μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ’λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια πρόσω ηρέμα».
Ο Ελύτης μας έμαθε ότι η Ελευθερία δεν είναι προνόμιο.
Είναι η μοίρα μας, που την κουβαλάμε μέσα στην κυτταρική μας μνήμη.
Κι ότι η Ελπίδα δεν είναι η παρηγοριά μας μέσα στα σκοτάδια.
Είναι η βεβαιότητα ότι το φώς θα ξανά-λάμψει.
Και αυτό πάρτε το πολιτικά, το φως θα ξανά-λάμψει.
Κι αν στο διάβα σου βρεις δυσκολίες από μικρόψυχους και ποταπούς, κι αισθανθείς πως το νόημα της ζωής, όπως θα ’λεγε εκείνος, «σου πέφτει από τα χέρια», τότε υπάρχει και το δικαίωμα στη χίμαιρα.
Το δικαίωμα να σβήσεις την αθλιότητα κάνοντας εκείνο που ορίζει η ηθική σου.
Διαβάζω:
«Πως σβήνουν την αθλιότητα;
Παραλαμβάνεις από τους Δίες τον κεραυνό και ο κόσμος σου υπακούει. Εμπρός λοιπόν. Από σένα η Άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή.
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι».
Και κάπου παρακάτω συμβουλεύει:
«Μάθε λοιπόν να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα, όπως ο σπουργίτης το χάραμα. Και να τη σιμώνεις όπως ένα πλοίο τη Σέριφο ή τη Μήλο…
Ή αλλιώς μια μετώπη, ένας τρούλος, που κάνουν τη φύση γραμμή όπως ο φλοίσβος οικουμενική την Ελληνική γλώσσα».
Να αντέξουμε, πρέπει να αντέξουμε, αυτό θα μας έλεγε σήμερα ο Ελύτης.
Να αντιτάξουμε στην αδικία των άλλων τη δική μας απόφαση…
Και στην ασχήμια την Αισθητική του Πολιτισμού μας.
Ν’ αντέξουμε με ασπίδα μας την Υπομονή, με όπλο μας το Δίκιο,
με υπεροχή μας το Ήθος και τον Λόγο του Πολιτισμού μας.
Να αντέξουμε, λοιπόν! Διαβάζω:
«στην ψάθα – όπως γεννήθηκα – με λίγες πιτσιλάδες Ήλιου στο μέτωπο και την αρχαία καρδιά που ξέρει όλον τον Όμηρο γι’ αυτό και αντέχει ακόμα».
Αντοχή με Ελπίδα λύτρωσης.
Και νόημα στην έσχατη θυσία, όταν πρέπει.
Και προσέξτε: πώς περιγράφει ο Ελύτης στο «Μικρό Ναυτίλο», με τον ανεπανάληπτο εκείνο στίχο, το νόημα της θυσίας Εκείνου που θυσιάστηκε για όλους μας:
«Κι αφού σ’ εξοντώσουν θα ’ναι ακόμα ωραίος ο κόσμος εξ αιτίας σου».
Δύσκολο να μιλήσεις για τον Ελύτη.
Δύσκολο να καταλάβεις τον κάθε συμβολισμό του.
Δύσκολη διαδρομή η Οδός Ελλήνων του Ελύτη που την περπάτησε μοναδικά σαν «ερωτοφωτόσχιστος».
Λίγες σκέψεις έδωσα μόνο.
Μαζί με το άλλο κείμενο που έχετε στα χέρια σας, οι σκέψεις αυτές αθροίζουν την αγάπη μου και τον ατέλειωτο σεβασμό που πάντα αισθάνθηκα για τον ένα πολύ μεγάλο Ποιητή και μια μεγάλη ψυχή Έλληνα.
Έπρεπε να γνωρίσω τον Ελύτη για να καταλάβω ακόμα και τον Παλαμά, όταν έλεγε «να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ένας φτάνει».
Τελειώνω με ένα ακόμα σημαδιακό απόσπασμά του:
«Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα”…
Κι όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκι που ακουμπάνε το ’να στ’ άλλο, και τ’ αμπέλια που κοιμούνται σαν μικρά παιδιά τους τρούλους και τους περιστεριώνες…
Θέλω να πω, τις ίδιες αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής… προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η Ελευθερία μας… ο πραγματικός ηθικός μας Ήλιος».
Επαναλαμβάνω:
Το δίκιο μας, η Ελευθερία μας, ο πραγματικός ηθικός μας Ήλιος!».