Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, παρευρέθηκε σήμερα στην σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και στο επίσημο γεύμα εργασίας έκανε μία συνολική παρέμβαση για μία σειρά ζητημάτων που άπτονται από την εντεινόμενη ανησυχία για τις τρομοκρατικές επιθέσεις μέχρι την σημασία που μπορεί να παίξει η Ελλάδα στον γεωστρατηγικό σχηματισμό του ΝΑΤΟ.
Στην αρχή απευθυνόμενος στους Βρετανούς ομολόγους του ανέφερε πως «θα ήθελα να καταδικάσω απερίφραστα τη βάρβαρη τρομοκρατική επίθεση στο Μάντσεστερ και να εκφράσω τη συμπαράσταση της Ελλάδας στον βρετανικό λαό, σε αυτές τις δύσκολες στιγμές».
Συνεχίζοντας σχολίασε πως «σε ένα διεθνές περιβάλλον με πολλαπλές προκλήσεις ασφάλειας, ο ευρω-ατλαντικός δεσμός πρέπει να παραμείνει ισχυρός, να συνδέει – σε ισότιμη βάση – τις δυο πλευρές του Ατλαντικού και να ενισχύει τη συλλογική μας ασφάλεια, εξασφαλίζοντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Η Ελλάδα, από τα παλαιότερα κράτη-μέλη του Οργανισμού, πάροχος ασφαλείας και πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και την ευρύτερη παρευξείνια γειτονιά, εργάζεται και θα εργαστεί σταθερά προς αυτήν την κατεύθυνση».
Στο πλαίσιο αυτό ο πρωθυπουργός ανέλυσε και τις σκέψεις του για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης και για την σημασία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ:
«Πρώτον, συμμεριζόμαστε την ανάγκη δικαιότερου επιμερισμού των αμυντικών βαρών. Η Ελλάδα θα συνεχίσει, παρά το πλαίσιο αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής, να πληροί το στόχο που ετέθη στην Ουαλία για 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες.
Δεύτερον, θα εξακολουθήσουμε, με το ειδικό γεωστρατηγικό μας βάρος, να ανταποκρινόμαστε ενεργά στις επιχειρήσεις, αποστολές και δράσεις του ΝΑΤΟ. Στηρίζουμε, στο πλαίσιο αυτό, και την ενίσχυση του αμυντικού τομέα της ΕΕ μέσω πρωτοβουλιών όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία.
Τρίτον, αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας και θεωρούμε ότι τα μέτρα στα οποία συμφωνήσαμε σήμερα θα συνεισφέρουν προς αυτήν την κατεύθυνση».
Σύμφωνα με πληροφορίες στη συνέχεια ο πρωθυπουργός έκανε κάποιες επισημάνσεις όσον αφορά την αυξανόμενη ανησυχία από τα συνεχιζόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα:
«Η τρομοκρατία δεν εκπορεύεται από μία μόνο χώρα, μία μόνο θρησκεία ή ακόμη και από μία μόνον ομάδα, αλλά από δίκτυα τα οποία διαχέονται σε όλη την υφήλιο από Ανατολή σε Δύση και από Βορρά σε Νότο, ανεξαρτήτως εθνικών συνόρων.
Στο πλαίσιο αυτό, η ενίσχυση του ρόλου της Συμμαχίας στις διεθνείς προσπάθειες αντιμετώπισης της τρομοκρατίας πρέπει να εντάσσεται σε μία ευρύτερη στρατηγική της διεθνούς κοινότητας για εξασφάλιση ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Και επουδενί δεν θα πρέπει να λάβει χαρακτήρα αντι-ισλαμικό και να δίνει την εντύπωση “σύγχρονης σταυροφορίας”».
Ενώ έκανε και προτάσεις για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή των τρομοκρατικών δικτύων:
«- αποφασιστικότητα, αλλά και η βούληση να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, τα οποία είχαν επιπτώσεις τόσο στη συλλογική μας ασφάλεια, όσο και στη διεθνή εικόνα της Δύσης
– Απαιτείται προσήλωση στην υπόθεση του Αφγανιστάν,
– Απαιτούνται πρακτικές αποφάσεις, όπως η πρόσφατα ληφθείσα για τη συγκρότηση του περιφερειακού κέντρου για το Νότο,
– Αλλά και δράσεις με άλλους διεθνείς δρώντες.
Και εδώ ιδιαίτερη σημασία έχει η συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ, , χωρίς αποκλεισμούς έναντι του συνόλου των κρατών-μελών.
– Απαιτείται τέλος η ενίσχυση του Μεσογειακού Διαλόγου με στόχο την ενδυνάμωση της περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας. Κάτι ει ο οποίο η Ελλάδα διαδραματίζει ουσιαστικό και δραστήριο ρόλο».
Στο κλείσιμο της παρέμβασής του ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στο μεγάλο ζήτημα του μεταναστευτικού και την προσφυγική κρίση λέγοντας πως «αποτελούν απότοκα της ρευστότητας και της έντασης στη Μέση Ανατολή καθώς η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης. Παρά τις όποιες δυσκολίες, όμως, έχουμε καταφέρει να ανταπεξέλθουμε θετικά. Η δραστηριότητα του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο μας έχει βοηθήσει, έχει δώσει αξιοσημείωτα αποτελέσματα και θα πρέπει να συνεχίσει υπό τη σημερινή της μορφή».
Τέλος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις της Ελλάδας με τη Ρωσία σχολιάζοντας πως «θα πρέπει να συνεχίσουμε να υλοποιούμε τη διττή προσέγγιση: της συλλογικής άμυνας και αποτροπής, αλλά και του απαραίτητου διαλόγου, προκειμένου να αποφεύγονται παρανοήσεις, εσφαλμένες εκτιμήσεις και αναίτια κλιμάκωση. Η αντιμετώπιση των διεθνών και περιφερειακών προκλήσεων απαιτεί διάλογο και συνεννόηση».