Δριμεία κριτική στη ΝΔ για τη στάση της στην διαπραγμάτευση άσκησε η Ρ. Σβίγκου, σε συνέντευξή της στο «Πρώτο Πρόγραμμα», τονίζοντας ότι τη στιγμή που όλες οι κινήσεις του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και του κόμματος στοχεύουν στο να αυξηθεί η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης, «έχουμε μια αντιπολίτευση να περιμένει στη γωνία και να προσπαθεί να επιβάλλει τα συμφέροντα της ολιγαρχίας».
«Και, μάλιστα, δεν ντρέπονται να το κάνουν αυτό και στις επαφές που έχουν με τους Ευρωπαίους ηγέτες. Όπως είδαμε να κάνει πρόσφατα ο κ. Μητσοτάκης» σχολίασε.
Η κ. Σβίγκου ανέφερε ότι «στόχος μας είναι μια συμφωνία κοινωνικά βιώσιμη που θα εγγυάται την ανάπτυξη και δεν θα την υπονομεύει. Χρειαζόμαστε μια πολιτική μείωσης των ανισοτήτων, δίκαιης αναδιανομής του πλούτου και διασφάλισης των δικαιωμάτων όλων σε μια αξιοπρεπή εργασία».
Επισήμανε ότι στο Eurogroup έχει συμφωνηθεί ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος θα είναι μηδενικός, καθώς για όποιο μέτρο θα παρθεί, είτε στο αφορολόγητο, είτε σε οποιονδήποτε άλλον τομέα, θα υπάρχει και αντίστοιχο θετικό μέτρο. Σημείωσε ότι η θέση της κυβέρνησης είναι τα αντίμετρα να είναι στοχευμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά, για να υπογραμμίσει ότι «δεν έχουμε ακούσει ακόμη από τη ΝΔ πού τελικά πιστεύει ότι πρέπει να κατευθυνθούν αυτά τα αντίμετρα».
Επισήμανε ότι η ελληνική πλευρά, από την αρχή έχει τονίσει ότι η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να μην υπάρχει ένα γενικευμένο κλίμα αβεβαιότητας που επηρεάζει την οικονομία, τόνισε όμως από την άλλη, ότι «δίνεται έμφαση στο τι ακριβώς θα περιέχει η αξιολόγηση».
Στηλίτευσε τις «φωνές» από την αντιπολίτευση που λένε: «κλείστε άρον-άρον την αξιολόγηση», την ίδια στιγμή που, όπως είπε, περιμένει στη γωνία για να κατηγορήσει την κυβέρνηση για υποχωρήσεις. Είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, πίεζε τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για να διαπραγματευτούν και να μην δέχονται όλα όσα τους λένε οι δανειστές.
Επέκρινε τη ΝΔ ότι τη μία στιγμή λέει «κλείστε άρον-άρον την αξιολόγηση» και δεν έχει απορρίψει ως παράλογες και αποκρουστικές τις απαιτήσεις των ακραίων κύκλων των δανειστών, και την επόμενη ισχυρίζεται ότι «πρόκειται για θέατρο κι ότι έχουν συμφωνηθεί όλα στη διαπραγμάτευση».
Έστρεψε τα «πυρά» της στον κ. Μητσοτάκη, που συνάντησε στο Βερολίνο τον κ. Σόιμπλε, «χωρίς να βρει την οποιαδήποτε λέξη να πει, είτε για τη ρύθμιση του χρέους, είτε για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Η κ. Σβίγκου είπε ότι «ο δανειζόμενος μπορεί να μην είναι ο ισχυρός σε μια διαπραγμάτευση, αλλά προσπαθεί μέσα από τις κινήσεις που κάνει στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές επίπεδο, να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που έχει στη φαρέτρα του, έτσι ώστε να αλλάξει τους συσχετισμούς υπέρ του» και ότι αυτό κάνει η ελληνική κυβέρνηση.
Στο ίδιο πλαίσιο, τόνισε ότι μέσα σε ένα σκληρό δημοσιονομικό πλαίσιο «αξιοποιούμε όλες μας τις συμμαχίες, όλα μας τα δυνατά όπλα και διεκδικούμε τα δικαιώματα της χώρας μας ως ισότιμο μέλος της ΕΕ», για να σημειώσει ότι ακριβώς γι’ αυτό «έχει μεγάλη σημασία η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που για δεκαετίες αποτελούσε καταστατικό στοιχείο της ΕΕ».
Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ανεξάρτητα από τις δηλώσεις που μπορεί να γίνονται αυτή τη στιγμή περί Ευρώπης δύο ταχυτήτων, «που πολλές φορές εξυπηρετούν και εσωτερικές σκοπιμότητες των χωρών που βρίσκονται πριν από σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις, εμείς συμμετέχουμε στη συζήτηση για αλλαγή της Ευρώπης, για αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη».
Αναφορικά, τέλος, με το θέμα του νόμου του 2016 για την εισφορά των πολιτικών προσώπων, είπε ότι υπάρχει μια σπέκουλα ως προς το τι έφερε αυτός. Ανέφερε ειδικότερα: «Ο νόμος της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου είχε μειώσει τον συντελεστή του 5% για τα πολιτικά πρόσωπα, που θα γινόταν 3,5%. Εξαρτάται πλέον από το συνολικό εισόδημα το πόσο θα πληρώνει ένας βουλευτής. Αυτό σημαίνει πως, από την στιγμή που υπάρχει και ο φορολογικός συντελεστής του 10% της εισφοράς αλληλεγγύης, η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών θα πληρώνει περισσότερα απ’ ότι πλήρωνε πριν». Τόνισε ότι ανεξάρτητα απ’ αυτό, «πρέπει να ξαναδούμε συνολικά και από την αρχή το ζήτημα της φορολογίας των βουλευτών και των φοροαπαλλαγών, ώστε οι πολίτες να μην αισθάνονται δεύτερης κατηγορίας απέναντι στους βουλευτές».