Επίθεση στη ΝΔ και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, εξαπολύει με συνέντευξή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Ράνια Σβίγκου, με αιχμή τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά την εν εξελίξει διαπραγμάτευση.
Υπογραμμίζει πως την ώρα που η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο δίνουν μάχη στο κομμάτι των εργασιακών, ο κ. Μητσοτάκης ζητά αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου στην κατεύθυνση της αποδόμησης του δικαιώματος στην απεργία. «Πρόκειται για μια παρέμβαση που στρέφεται ανοιχτά απέναντι στα δικαιώματα των εργαζομένων σε μια κρίσιμη φάση της διαπραγμάτευσης. Επέλεξε για μια ακόμα φορά, όπως όταν είχε χαρακτηρίσει “ιδεοληψία” τις συλλογικές συμβάσεις, να κλείσει το μάτι στο ΔΝΤ και να δώσει τα διαπιστευτήριά του στους πιο ακραίους κύκλους των δανειστών», τονίζει η κ. Σβίγκου.
Τα εργασιακά παραμένουν ισχυρή κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση, καθώς όπως τονίζει η Ράνια Σβίγκου στη συνέντευξη της στο Πρακτορείο, «βασική μας θέση είναι η επιστροφή σε ένα πλαίσιο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων και σε μια εργασιακή νομοθεσία σύμφωνη με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές». «Αυτό, άλλωστε, μας διαχωρίζει και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, οι οποίες όχι μόνο δεν ενδιαφέρονταν να διαπραγματευθούν, αλλά συμφωνούσαν με την αποδόμηση της προστασίας του κόσμου της εργασίας, αφού αυτή είναι σύμφωνη με τα νεοφιλελεύθερα πιστεύω τους», προσθέτει.
Η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ υπεραμύνεται του οικονομικού επιτελείου σημειώνοντας ότι «δεν υπάρχει αυτονόμησή του. Οι υπεύθυνοι υπουργοί υλοποιούν συλλογικές αποφάσεις, και μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες με όλους και όλες μας, για την επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης συμφωνίας, υπέρ των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας». Κατηγορεί δε τη ΝΔ και τα φίλια Μέσα για διακίνηση σεναρίων περί δυσαρέσκειας στα πρόσωπα των Τσακαλώτου- Χουλιαράκη σε μια προσπάθεια να υποσκάψει την κυβέρνηση.
Η κ. Σβίγκου επιμένει πως η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και η επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, δεν προβλέπει «ούτε ένα ευρώ περισσότερη λιτότητα» και ξεκαθαρίζει ότι «οποιοδήποτε μέτρο δημοσιονομικής επιβάρυνσης θα συνοδεύεται από ισοβαρές αντίμετρο δημοσιονομικής ελάφρυνσης». Σημειώνει δε πως μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης θα συγκεκριμενοποιηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Εξάλλου, εκφράζει την πεποίθηση ότι το 2017 θα είναι χρονιά ανάκαμψης όπως καταγράφεται και στους οικονομικούς δείκτες και υπογραμμίζει ότι το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι η ανάπτυξη να έχει κοινωνικό πρόσημο ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των ασθενέστερων και όσων επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. «Γι’ αυτούς αγωνιζόμαστε, ώστε να αρχίσει το συντομότερο η πορεία εξόδου από την κρίση, την επιτροπεία, τα μνημόνια» δηλώνει χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείσα για το κατά πόσο υπάρχει ευθύνη στην κυβέρνηση για την καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης η κ. Σβίγκου απαντά ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται σκληρά, «διότι η βασική μας αγωνία είναι η προάσπιση των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας, στον οποίο και λογοδοτούμε». Αντίθετα, σημειώνει, η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης έχουν υιοθετήσει μια θλιβερή στάση, συντασσόμενοι πλήρως με τις ακραίες απαιτήσεις των δανειστών. «Ούτε “για τα μάτια του κόσμου” δεν τολμά ο κ. Μητσοτάκης να στεναχωρήσει τους δανειστές με μια δήλωση διαφοροποίησης από τις απαιτήσεις τους», σχολιάζει δηκτικά.
Υπογραμμίζει πάντως πως η συμφωνία κυβέρνησης- θεσμών θα είναι κοινωνικά βιώσιμη και θα γίνει αντικείμενο διεξοδικής συζήτησης σε όλα τα όργανα του κόμματος, πριν την ψήφιση της στη Βουλή, ενώ αποκλείει εκλογικό αιφνιδιασμό. «Όσο κι αν η δίψα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για εξουσία αυξάνεται, μέρα με τη μέρα, εκλογές θα γίνουν το 2019», ξεκαθαρίζει.
Για τις σχέσεις με τους ΑΝΕΛ τονίζει ότι δεν υπάρχει κανένα ζήτημα και η συμφωνία για συνεργασία των δύο κομμάτων, βασίζεται στην ειλικρίνεια και στη συναντίληψη των δύο πλευρών, ιδίως στο οικονομικό πρόγραμμα. Για πιθανή συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ η κ. Σβίγκου απαντά πως «φαίνεται να μην μπορεί να ακολουθήσει ή να πάρει τα αναγκαία μαθήματα από τα αδελφά του κόμματα, της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, και να πάρει αποστάσεις από το νεοφιλελευθερισμό».