Πρέπει να υπάρξει «εθνική γραμμή» για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, προκειμένου «οι εταίροι και δανειστές μας να τηρήσουν με τη σειρά τους τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την τρέχουσα συμφωνία και να μην απαιτούν παράλογα πράγματα εκτός του συμφωνημένου πλαισίου», τονίζει ο Δημήτρης Παπαδημούλης, σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα «La Tribune».

Ο αντιπροέδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, επισημαίνει ότι «η Ελλάδα και η ΕΕ βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή της δεύτερης αξιολόγησης και η ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν είναι αμιγώς ελληνικό ζήτημα, αλλά ευρύτερα ευρωπαϊκό».

Ωστόσο, επισημαίνει, και παρά το γεγονός ότι «οι μεγάλες θυσίες των Ελλήνων πολιτών και το μεταρρυθμιστικό πλάνο της ελληνικής κυβέρνησης αποφέρουν σταδιακά για πρώτη φορά καρπούς», στο τελευταίο Eurogroup της 20ης Ιανουαρίου όχι μόνο δεν υπήρξε κάποια πρόοδος, αλλά αντίθετα «τέθηκε στο παρασκήνιο μια σειρά παράλογων απαιτήσεων που όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά κανένα άλλο κράτος-μέλος της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί».

Ο κ. Παπαδημούλης τονίζει ότι εμφανίζονται θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, που είναι κρίμα να πάνε χαμένες.

Αναλυτικά το άρθρο του Δημήτρη Παπαδημούλη στη γαλλική Tribune…

Ευρωπαϊκή και εθνική συνεννόηση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης

Παρά τις τεράστιες δυσκολίες και έπειτα από επτά χρόνια μεγάλης ύφεσης -πάνω από 25%-, οι μεγάλες θυσίες των Ελλήνων πολιτών και το μεταρρυθμιστικό πλάνο της ελληνικής κυβέρνησης αποφέρουν σταδιακά, για πρώτη φορά, καρπούς.

Το 2016 η ελληνική οικονομία έκλεισε με ελαφρά θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Υπερέβη κατά πολύ τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα να στηριχθούν με ένα μικρό εφάπαξ επίδομα οι χαμηλοσυνταξιούχοι και να δοθεί μια μικρή ανακούφιση, «παγώνοντας» την αύξηση του ΦΠΑ, στα νησιά του Αιγαίου που φέρουν δυσανάλογα το βάρος διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος.

Η ανεργία μειώνεται με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς, φτάνοντας στο 23% από το 27% στις αρχές του 2015, ενώ οι προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών μιλούν για ρυθμούς ανάπτυξης 2,5-3% ετησίως για την περίοδο 2017-2020.

Κατά συνέπεια, μετά από πολλά χρόνια, εμφανίζονται θετικές προοπτικές για την οικονομία και την κοινωνία, που είναι κρίμα να πάνε χαμένες. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να κάνει περισσότερα και να προχωρήσει με ακόμη εντονότερους ρυθμούς, αλλά και οι εταίροι και δανειστές μας οφείλουν με την σειρά τους να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την τρέχουσα συμφωνία και να μην απαιτούν παράλογα πράγματα, εκτός του συμφωνημένου πλαισίου.

Αυτό αφορά κυρίως στην στάση του ΔΝΤ και της γερμανικής κυβέρνησης, που διαρκώς επιδιώκουν να «τορπιλίζουν» κάθε θετική εξέλιξη και κάθε μετρήσιμο αποτέλεσμα που παρουσιάζει η ελληνική πλευρά.

Στο τελευταίο Eurogroup της 20ης Ιανουαρίου δεν υπήρξε κάποια πρόοδος, αλλά αντίθετα τέθηκε στο παρασκήνιο μια σειρά παράλογων απαιτήσεων που όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά κανένα άλλο κράτος-μέλος της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί.

Είναι αδιανόητο να ζητείται η νομοθέτηση πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων από τώρα για το 2019, καθώς αντίκεται τόσο στις συνταγματικές μας προβλέψεις και στο νομικό και πολιτικό πολιτισμό στην Ευρώπη, όσο και στην «αλήθεια» των αριθμών.

Η Κομισιόν και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας υποστηρίζουν και αναγνωρίζουν την προσπάθεια και τα αποτελέσματα της κυβέρνησης, ωστόσο πρέπει να ισχυροποιήσουν περισσότερο τη στάση τους στη διαπραγμάτευση. Είναι απαράδεκτο η Ελλάδα να βρίσκεται μεταξύ «σφύρας και άκμονος», όντας το αντικείμενο παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας.

Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι θεμελιώδες στοιχείο του κοινοτικού δικαίου είναι η αρχή της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, κάτι το οποίο οφείλουν να θυμούνται και να τηρούν όλες ανεξαιρέτως οι πλευρές.

Τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου η ομάδα της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων υποστηρίζουν τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όχι μόνο διότι αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα και το εν εξελίξει μεταρρυθμιστικό έργο, αλλά και επειδή διαβλέπουν τους κινδύνους που μπορούν να προκύψουν από την κωλυσιεργία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση προκαλεί βαθύτερους τριγμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνολικά: Μειώνει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και δίνει τροφή και πάτημα στις ακροδεξιές δυνάμεις, που παρουσιάζονται με ένα κατ’ επίφαση «φιλο-κοινωνικό» προφίλ, προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία και να ενισχύσουν τις διαλυτικές τάσεις εντός ΕΕ.

Η Ελλάδα και η ΕΕ βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή, αναπτύσσοντας «παράλληλους βίους». Προς το συμφέρον όλων μας, εντός και εκτός της χώρας, είναι να περάσουμε αυτό το σταυροδρόμι, να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και έπειτα να προχωρήσουμε στις διαπραγματεύσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα του χρέους και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά. Ο χρόνος και οι εξελίξεις πιέζουν, με την «εθνική γραμμή» να είναι αναγκαία.