Στις προτεραιότητες του υπουργείου Υγείας το πρώτο εξάμηνο του 2017, στις πραγματοποιηθείσες παρεμβάσεις για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, στην αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων από την Αλεξανδρούπολη ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός.
Περιγράφοντας το περιβάλλον στο οποίο επιχειρείται η διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος υγείας ο κ. Ξανθός σημειώνει πως «όλοι έχουμε συνείδηση της κρισιμότητας της περιόδου. Ότι η χώρα και η κοινωνία είναι στην κόψη του ξυραφιού και γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να διασφαλίσουμε ότι η χώρα θα μπορέσει να σταθεί όρθια, ισότιμη και αξιοπρεπής μέσα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Σε μία Ευρώπη που πρέπει σταδιακά ν’ αλλάξει γιατί η γραμμή που ακολουθεί μέχρι τώρα είναι απολύτως αδιέξοδη».
Πιστεύει πως το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα είναι το κατά πόσο είναι εφικτή μέσα σ’ ένα δύσκολο και περιοριστικό δημοσιονομικό περιβάλλον η στήριξη κατά προτεραιότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και συνολικά του κοινωνικού κράτους, η αντιμετώπιση των συσσωρευμένων προβλημάτων και αναγκών των δημόσιων νοσοκομείων, δεδομένης της δημοσιονομικής επιτροπείας και των περιορισμένων οικονομικών πόρων.
Εκτιμά πως χάρη κυρίως στη συνεισφορά του προσωπικού των δομών δημόσιας υγείας αλλά και στη δρομολόγηση κρίσιμων παρεμβάσεων ενίσχυσης του συστήματος, «στο επόμενο διάστημα έχει διασφαλιστεί η ευστάθειά του, η σταθεροποιημένη και σταδιακά αναβαθμιζόμενη λειτουργία όλων των δημόσιων δομών υγείας».
Ειδικότερα, αναφορικά με το έργο που έχει επιτελεσθεί επισημαίνει πως «για πρώτη φορά μετά από 5-6 χρόνια παγώματος προσλήψεων αρχίζει και αναλαμβάνει δουλειά μόνιμο προσωπικό στα δημόσια νοσοκομεία, προκηρύσσονται θέσεις γιατρών, καλύπτονται κενά που υπήρχαν για πολλά χρόνια, ανοίγουν κλειστά κρεβάτια εντατικής, ενισχύονται οι προϋπολογισμοί των δημόσιων νοσοκομείων…ενώ για πρώτη φορά φέτος καταφέραμε τα δημόσια νοσοκομεία να μην παράγουν ληξιπρόθεσμα χρέη». Τονίζει πως «ο κύκλος της συστηματικής εγκατάλειψης αποδιοργάνωσης και απαξίωσης της δημόσιας περίθαλψης, ο κύκλος της συγχώνευσης δομών, της κατάργησης οργανικών θέσεων, της διαθεσιμότητας, του κινδύνου απολύσεων, του κινδύνου κλεισίματος περιφερειακών νοσοκομείων έχει τελειώσει» και καταβάλλεται προσπάθεια δρομολόγησης ενός διαφορετικού σχεδίου με προτεραιότητα τη δημόσια περίθαλψη.
Επαναλαμβάνει τη σημαντικότητα της καθολικής κάλυψης των χιλιάδων ανασφάλιστων πολιτών καθώς και της δυνατότητας προμήθειας των φαρμάκων με μηδενική συμμετοχή για όσους πολίτες πληρούν το κατώτατο εισοδηματικό όριο. Κάνει λόγο για ασυμμετρία ανάμεσα στις ανάγκες και τους πόρους (ανθρώπινους και υλικούς). «Οι ανάγκες αξιοπρεπούς υγειονομικής φροντίδας που έχουν αυξηθεί και λόγω της κρίσης, είναι πολύ μεγαλύτερες από τους πόρους που μπορεί να διαθέσει η χώρα μας αυτή την περίοδο. Διότι υπάρχει πραγματική οικονομική δυσκολία, διότι υπάρχει δημοσιονομικός έλεγχος και δημοσιονομική επιτροπεία».
Υποδεικνύει ως μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων την κατάρτιση ενός σοβαρού σχεδίου που «θα ιεραρχεί τις ανάγκες και προτεραιότητες και θα κάνει την όσο το δυνατό πιο ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων».
Καλεί σε συστράτευση το σύνολο των έντιμων και υγιών δυνάμεων «που έχει και το σύστημα υγείας και το πανεπιστήμιο και η δημόσια διοίκηση και η κοινωνία για να βγάλουμε οριστικά τη χώρα από αυτό το τέλμα, αυτή την παρατεινόμενη κρίση» εκφράζοντας την πεποίθηση πως «Το σύστημα είναι μία συνολική αλυσίδα και πρέπει όλοι οι κρίκοι της και όλα τα επίπεδα να λειτουργούν όσο γίνεται πιο καλά με συνέργειες για να διασφαλίσουμε τη συνοχή του» και τονίζει πως κεντρική πολιτική προτεραιότητα είναι η επένδυση στο κοινωνικό κράτος, στο κράτος πρόνοιας, στη δημόσια περίθαλψη.
Εκτιμώντας πως ήδη έχει διασφαλιστεί μία μεγαλύτερη ευστάθεια του Ε.Σ.Υ., σημειώνει πως το επόμενο βήμα είναι να γίνουν «κινήσεις ηθικοποίησης του συστήματος να μπουν θεσμικές δικλείδες ασφαλείας για να αρχίσουν να αντιμετωπίζονται χρόνιες στρεβλώσεις και παθογένειες και ταυτόχρονα να προχωρήσουμε και ορισμένες σημαντικές παρεμβάσεις πρωτίστως στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας φροντίδας που είναι το μεγάλο έλλειμμα του συστήματος».
Προαναγγέλλει την παρουσίαση ενός νέου σχεδίου, εντός του πρώτου εξαμήνου του 2017, «για την πρωτοβάθμια φροντίδα με νέες δομές αποκεντρωμένες, στελεχωμένες από οικογενειακούς γιατρούς , δίνοντας τη δυνατότητα και σε νέους γιατρούς να έχουν μια αξιοπρεπή επαγγελματική και επιστημονική προοπτική στη χώρα». Αναγνωρίζει την ανάγκη «αιμοδότησης» του συστήματος υγείας με νέους γιατρούς που τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει κατά χιλιάδες από τη χώρα, απουσία που συνιστά μία μεγάλη απειλή για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. «Προσπαθήσαμε εδώ κι 1,5 χρόνο να μην επιτρέψουμε μαζική διαρροή ανθρώπινου δυναμικού από το σύστημα και να κάνουμε μία προσπάθεια σταδιακής κάλυψης των κενών. Δεν είναι επαρκείς οι θέσεις, τα κενά είναι πολύ μεγαλύτερα αυτές όμως είναι οι πραγματικές δημοσιονομικές δυνατότητες».
Εξηγεί πως στις επόμενες 2.000 θέσεις που θα προκηρύξει το υπουργείο εντός του έτους, θα υπάρχει ένα ειδικό στοχευμένο ποσοστό ειδικά για την οργάνωση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών και την αυτόνομη στελέχωσή τους, τουλάχιστον στα μεγάλα νομαρχιακά και περιφερειακά νοσοκομεία.
Παραδέχεται πως υπάρχουν αδικίες και έχουν γίνει πολύ επιβαρυντικές παρεμβάσεις και δηλώνει αδυναμία στην αποκατάσταση των αδικιών που προκάλεσε η κρίση και το μνημονιακό περιβάλλον. «Πασχίζουμε να μην υπάρχει μεγαλύτερη επιδείνωση να μη γίνουν περαιτέρω περικοπές, αναζητούμε ισοδύναμα για να γίνει αυτό. … Πιστεύουμε ότι με εντιμότητα και καλή διαχείριση του δημόσιου χρήματος μπορούμε να στηρίξουμε τη δημόσια περίθαλψη αυτή την περίοδο χωρίς την αίσθηση ότι θα μεταμορφώσουμε ως δια μαγείας τη δύσκολη πραγματικότητα την οποία ξέρουμε ότι κυρίως οι εργαζόμενοι βιώνετε»..
Σημειώνεται πως το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Έβρου στην Αλεξανδρούπολη, όπου ο υπουργός Υγείας συνομίλησε με εργαζομένους του νοσηλευτικού ιδρύματος, ήταν σήμερα ο τελευταίος σταθμός της διήμερης περιοδείας του υπουργού στα νοσοκομεία και τις δομές υγείας της ευρύτερης περιοχής της Θράκης. Το πρωί επισκέφθηκε το Κέντρο Υγείας Σουφλίου και το νοσοκομείο Διδυμοτείχου για το οποίο εξέφρασε τη βούληση να εξεταστεί σύντομα η δυνατότητα διοικητικής αποσύνδεσής του από το νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα των εργαζομένων, των κατοίκων αλλά και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όσον αφορά στις συναντήσεις και συνομιλίες με τους εργαζόμενους και τις διοικήσεις των εν λόγω δομών υγείας, αυτές είναι ενδεικτικές, σύμφωνα με τον κ. Ξανθό, της βαρύτητας που δίδεται στην απευθείας επικοινωνία με το ανθρώπινο δυναμικό του συστήματος δημόσιας υγείας «μ’ αυτούς που πραγματικά κρατούν τα δημόσια νοσοκομεία όρθια που παρά τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες, την εργασιακή πίεση, τη μεγάλη μισθολογική περικοπή που έχουν υποστεί (γιατροί, νοσηλευτές, το σύνολο του προσωπικού)κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να διευκολύνουν και να φροντίσουν με αξιοπιστία και αξιοπρέπεια τον πολίτη».