«Το παράδειγμα του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ μας καλεί όλους σ΄εγρήγορση, προκειμένου να μην λησμονούμε το δικό μας χρέος αναφορικά με την Κύπρο» υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την ομιλία του στη διάρκεια εκδήλωσης μνήμης και τιμής, για τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα σήμερα στη Λευκωσία.
Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος «Η τραγωδία της Κύπρου στο θέατρο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας κοινότητας έχει διαρκέσει τόσο πολύ και με τέτοιο απαράδεκτο τρόπο, ώστε η συνέχισή της να συνιστά καίριο πλήγμα και ανεξίτηλο στίγμα όχι μόνο για τη διεθνή και την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, αλλά και για τον ίδιο τον πολιτισμό μας».
Παράλληλα, τόνισε ότι «Καιρός είναι ν’ αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Και πρώτοι εμείς, το έθνος των Ελλήνων, ομονοούντες, αποφασισμένοι και ανυποχώρητοι. Αυτό είναι το εθνικό χρέος μας, το οποίο οφείλουμε να εκπληρώσουμε στο ακέραιο αν θέλουμε να τιμούμε πραγματικά τη μνήμη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Καθιστούμε λοιπόν σαφές, urbi et orbi, ότι και το θέλουμε και το πράττουμε, έχοντας ως πυξίδα και γνώμονα τόσο την όλη συνεισφορά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου για την Κύπρο και τον Ελληνισμό όσο και τα διδάγματα, τα οποία αναβλύζουν άφθονα από την ιστορική πηγή αυτής της συνεισφοράς του».
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, αναλύοντας τη συνεισφορά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου για την Κύπρο και τον Ελληνισμό γενικότερα, ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε:
«Πρώτον, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που οδήγησε, υπό «μωσαϊκές» συνθήκες, τον κυπριακό λαό στην έξοδο από το άγος της βρετανικής αποικιοκρατίας και στην τελική ευόδωση της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Ουδείς βεβαίως δικαιούται ν’ αγνοεί τη συμβολή, στο πλευρό του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, όλων των μεγάλων αγωνιστών του Κυπριακού Απελευθερωτικού Αγώνα, με πρώτους τους συνοδοιπόρους του αγωνιστές της τότε ΕΟΚΑ. Πλην όμως επίσης ουδείς δικαιούται να υποτιμά την ηγετική φυσιογνωμία του αρχιεπισκόπου, αφού σε κάθε τέτοιον απελευθερωτικό αγώνα ο ταγός είναι εκείνος που εμπνέει την κατεύθυνση και το φρόνημα των αγωνιζομένων.
Ο Απελευθερωτικός Αγώνας της Κύπρου από τη βρετανική αποικιοκρατία στοίχισε ποταμούς αίματος πραγματικών εθνικών μαρτύρων, τα ονόματα των οποίων ανήκουν στο Πάνθεον του έθνους μας. Τα φυλακισμένα μνήματα θα μας τους θυμίζουν, διασφαλίζοντάς τους την αιωνιότητα που δικαίως τους αναλογεί. Σ’ αυτή την πορεία αιωνιότητας τους συνοδεύει ακατάπαυστα το πνεύμα αυτοθυσίας του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Πνεύμα αυτοθυσίας το οποίο σφυρηλάτησε, ιδίως, η εξορία του στις Σεϋχέλλες.
Δεύτερον, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανέδειξε, υπό την ηγεσία του και σε ειλικρινή -παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα- συνεργασία με τον ηγέτη της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή, τη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία σε κράτος το οποίο, μολονότι μικρό -εδαφικώς και πληθυσμιακώς- το δέμας διακρίθηκε στο διεθνές στερέωμα μέσα από μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Η πολιτική αυτή επικρίθηκε εντόνως από εκείνους οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι ενός είδους «οπαδικής» διπλωματίας, πλην όμως αγνοούσαν -ή ήθελαν να αγνοούν- αυτό το οποίο ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος γνώριζε καλά, και σίγουρα περισσότερο απ’ αυτούς: ότι για να επιβιώσει η Κυπριακή Δημοκρατία στη διεθνή σκηνή όφειλε να εξασφαλίσει όχι «προστάτες», οι οποίοι όπως η ιστορία έχει αποδείξει ουδόλως υπολογίζουν τους προς αυτούς προσερχομένους ως «ικέτες». Αλλά συμμάχους από κάθε πρόσφορη κατεύθυνση, οι οποίοι έχουν την διάθεση -έστω και υπό όρους ενός είδους υπολογισμού -να αξιολογήσουν θετικά τη συνδρομή κάθε κράτους, το οποίο συνεισφέρει τον «οβολό» της σύμπραξής του για να στηρίξει και τα δικά του εθνικά συμφέροντα.
Αυτή η ευθυτενής, και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, στάση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου δικαιώθηκε τελικώς, όσο και αν κάποιοι ακόμη και σήμερα την αμφισβητούν είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα. Και με αφετηρία το παράδειγμα του αρχιεπισκόπου Μακαρίου οφείλουμε να αναλογιζόμαστε πως αρνητικό ίδιον της εθνικής μας ταυτότητας είναι το ότι, συνήθως, οι μεγάλες εθνικές μας φυσιογνωμίες δικαιώνονται μετά θάνατον. Δυστυχώς, ο φθόνος παραμένει η εθνική μας πληγή. Ας μου επιτραπεί λοιπόν να τονίσω ότι, αντί άλλου ιστορικού τεκμηρίου, η πορεία της διεθνούς πραγματικότητας αλλά και η κατάθεση κορυφαίων παραγόντων αυτής της πραγματικότητας σ’ εκείνη την, όχι τόσο μακρινή, εποχή μαρτυρούν αψευδώς ως προς το ότι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος προσέδωσε, ευθύς εξ αρχής, διεθνές κύρος και εθνικό κλέος στην υπό την προεδρία του Κυπριακή Δημοκρατία.
Κατά λογική ακολουθία, το πνεύμα ανεξαρτησίας του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στα πρώτα βήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εκείνο το οποίο έβαλε τα θεμέλια της θωράκισής της έναντι οιουδήποτε θα μπορούσε να επιβουλευθεί την υπόστασή της».
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, επισήμανε, επίσης ότι καθίσταται κάτι περισσότερο από προφανές το τι είναι εκείνο το οποίο η προμνημονευθείσα κληρονομιά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου μας κληροδοτεί, ως εθνικό «καταπίστευμα», αναφορικά με την πορεία που πρέπει ν’ ακολουθούμε εφεξής. Ιδίως δε σήμερα, όταν η συγκυρία μας καλεί, ως έθνος, να υπερασπισθούμε την Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο για λογαριασμό της. Αλλά και γιατί μέσω αυτής υπερασπιζόμαστε, αυτοθρόως, τη διεθνή και την ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Ειδικότερα, ανέφερε ότι «ακολουθώντας σταθερά και με συνέπεια τη «γραμμή» του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Κύπρος και Ελλάδα επιδιώκουν ειλικρινώς -και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό αφού η όλη εκκρεμότητα παρατείνει το μαρτύριο της Κύπρου και του Κυπριακού Λαού- τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού προβλήματος».
Πλην όμως, πρόσθεσε, και επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες μέλος τόσο της διεθνούς κοινότητας όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, η λύση αυτή πρέπει να σέβεται στο ακέραιο και στο σύνολό τους από τη μια πλευρά το διεθνές δίκαιο και από την άλλη το ευρωπαϊκό δίκαιο και το εξ’ αυτού απορρέον κεκτημένο. Ας σημειωθεί δε ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 της ΣυνθΕΕ, μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου είναι και αυτό τούτο το διεθνές δίκαιο, ιδίως δε οι αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος με πλήρη σεβασμό του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου επιβάλλεται και εκ του ότι οιαδήποτε διαφορετική εκδοχή αφενός θα έθετε εν αμφιβόλω την ομαλή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός της διεθνούς κοινότητας, κυρίως δε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και, αφετέρου, θα οδηγούσε στη διαμόρφωση ενός εξαιρετικά αρνητικού προηγουμένου και για τη διεθνή κοινότητα, πολύ δε περισσότερο για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την πληρότητα της κυριαρχίας των κρατών-μελών της κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Όπως υπογράμμισε ο Πρόεδρος «η ως άνω διαπίστωση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα της κυριαρχίας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζονται ευθέως ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 εδ. 2 και 3 της ΣυνθΕΕ, οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα πως η λύση του Κυπριακού προβλήματος θα πρέπει να διασφαλίζει στην Κυπριακή Δημοκρατία τουλάχιστον τα εξής χαρακτηριστικά:
-Το πολύ χαρακτήρα ομοσπονδιακού κράτους, αφού κάθε μορφής συνομοσπονδία είναι αδιανόητη ως προς τις θεσμικές προδιαγραφές, στις οποίες πρέπει να υπακούει κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίζει αποτελεσματικώς την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
-Μια και ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, συνακόλουθα δε μια και ενιαία ιθαγένεια των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
-Δυνατότητα πλήρους άσκησης, εκ μέρους των οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, της εσωτερικής και εξωτερικής της κυριαρχίας. Το αναγκαίο, κατά το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τούτο χαρακτηριστικό αποκλείει την παραμονή στο κυπριακό έδαφος στρατευμάτων κατοχής καθώς και εγγυήσεις τρίτων. Καθοριστικής σημασίας προηγούμενο προς αυτή την κατεύθυνση είναι εκείνο της τελικής ενοποίησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι προϋπόθεση της σύναψης της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, ήταν η ανάκτηση της πλήρους κυριαρχίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης της 12ης Σεπτεμβρίου 1990. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 4 της εν λόγω Συνθήκης, προϋπόθεση για την τελική ενοποίηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήταν η ολοκληρωτική αποχώρηση από το γερμανικό έδαφος των κατοχικών ρωσικών στρατευμάτων ως το τέλος του 1994».
Μάλιστα, ο κ. Παυλόπουλος εξέφρασε τη χαρά του, διότι -όπως ανέφερε- σήμερα, τιμώντας και μ’ αυτόν τον τρόπο τη μνήμη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Κύπρος και Ελλάδα στηρίζουν χωρίς περιστροφές αυτή την εθνική αλλά και ευρωπαϊκή γραμμή επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, καθώς και τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, το φίλο Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος έχει θαρραλέα αναλάβει το βάρος να τη φέρει σε αίσιο πέρας.
Καταλήγοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υπενθύμισε την παρακαταθήκη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου που αφορά την αδήριτη ανάγκη συνειδητοποίησης από τον Ελληνισμό του άρρηκτου δεσμού του Έθνους μας με τη δημοκρατία και τις κάθε μορφής επιταγές της.
«Πολλώ μάλλον όταν η συνειδητοποίηση αυτή μας κάνει να σκεπτόμαστε και τις δικές μας ευθύνες για την τραγωδία της Κύπρου και την ως σήμερα διαιώνισή της» σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος και συνέχισε λέγοντας:
«Η εγκληματική αφροσύνη των τότε δικτατόρων και εκτελεστών της δημοκρατίας σε Ελλάδα και Κύπρο, με κορύφωση το πραξικόπημα και την απόπειρα δολοφονίας του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, χρησιμοποιήθηκε ως ευτελές πρόσχημα προκειμένου η Τουρκία να εισβάλει στη μαρτυρική Κύπρο. Δυστυχώς με την ανοχή -αν όχι με την παρότρυνση- κάποιων κατ’ επίφαση τότε «συμμάχων» μας, αν αναλογισθεί κανείς επιπροσθέτως ότι οι «σύμμαχοι» αυτοί είχαν, κυριολεκτικώς, υπό την «προστασία» τους τους δικτάτορες στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αψευδής μάρτυρας η -οπωσδήποτε καθυστερημένη- μετέπειτα ομολογία και συγνώμη τους, στο ανώτατο μάλιστα πολιτειακό επίπεδο, την οποία βεβαίως δεν υποτιμούμε, πλην όμως δεν τη θεωρούμε αρκετή αν δεν ολοκληρωθεί με την ειλικρινή και έμπρακτη σύμπραξή τους στον τερματισμό του μαρτυρίου της Κύπρου και του λαού της».
Ακολούθως, υπογράμμισε ότι «εμείς, οι Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο, οφείλουμε να προστατεύουμε «ως κόρην οφθαλμού» το αγαθό της δημοκρατίας. Και τούτο όχι μόνον γιατί η δημοκρατία είναι το πολίτευμα το οποίο έχει ως κοιτίδα και λίκνο την αρχαία Ελλάδα. Αλλά και διότι δεν έχουμε κανένα πλέον δικαίωμα να ξεχνάμε ότι κάθε φορά που η δημοκρατία καταλύθηκε στον τόπο μας, αυτό συνοδεύθηκε πάντα και από βαρύτατα πλήγματα εναντίον του εθνικού μας κορμού, κατ’ επέκταση δε εναντίον της ίδιας της Ιστορίας του έθνους μας».
Τέλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος δεσμεύθηκε ότι θα πράξει ό,τι του αναλογεί, ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, «για να υπερασπισθούμε, όλοι μαζί, αποφασισμένοι κι ανυποχώρητοι, τις παρακαταθήκες του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Παρακαταθήκες που χαράζουν το δρόμο του χρέους για την Κύπρο, για την Ελλάδα, για το έθνος μας, προκειμένου να συνεχίσουμε το διάλογο με την Ιστορία η οποία μας αναλογεί και μας ταιριάζει», τόνισε στην ομιλία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλοε κατά την εκδήλωση μνήμης και τιμής για τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄, στη Λευκωσία.