«Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να υιοθετηθούν νέα μέτρα», υποστηρίζει ο Δημήτρης Παπαδημούλης με άρθρο του για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, στη γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt». Αντιθέτως, ο επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ζητά «χαμηλότερα, πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα κάτω του 3,5% από το 2018 και μετά».

«Οι συμφωνίες υπογράφονται, για να τηρούνται από όλες τις πλευρές» σημειώνει ο ίδιος και καλεί τη γερμανική κυβέρνηση «να συμβάλλει θετικά στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, για το κοινό όφελος της Ελλάδας και της Ευρωζώνης», αφού όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «οι καθυστερήσεις και οι παράλογες απαιτήσεις δεν οδηγούν πουθενά, αντίθετα ενισχύουν την κοινωνική ανασφάλεια και την απογοήτευση των ευρωπαίων πολιτών».

Ο κ. Παπαδημούλης ζητά ακόμη την εφαρμογή «του κοινοτικού κεκτημένου και των ευρωπαϊκών νόμων στο ζήτημα της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων», καθώς όπως λέει «η Ελλάδα δεν είναι κράτος δεύτερης διαλογής»

Αναλυτικά το άρθρο του κ. Παπαδημούλη…

«Οι δανειστές να τηρήσουν τη συμφωνία με την Ελλάδα και να κλείσει η αξιολόγηση

Στο τελευταίο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 υπήρξε μια θετική εξέλιξη ως προς την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, με την υιοθέτηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων και τους τρόπους με τους οποίους αυτά θα εφαρμοστούν. Οι Ευρωπαίοι εταίροι απέδειξαν ότι μπορούν να συνεννοηθούν προς όφελος τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ευρωζώνης. Τώρα απαιτείται να δείξουν την ίδια αποφασιστικότητα σε μια σειρά ζητημάτων, που είναι απαραίτητα για την οριστική έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και την επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού δημόσιου χρέους έχει καθυστερήσει σημαντικά, χωρίς να συντρέχει κανένας απολύτως πειστικός και ρεαλιστικός λόγος.

Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε όλες τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, αυξάνοντας παράλληλα τα έσοδα, προχωρώντας στον εξορθολογισμό των δαπανών και στην προστασία των αδύναμων εισοδηματικά στρωμάτων, πετυχαίνοντας πρωτογενή πλεονάσματα, μειώνοντας σταδιακά την πολύ υψηλή ανεργία, αυξάνοντας στο μέτρο του δυνατού τις δημόσιες επενδύσεις και περιορίζοντας βήμα-βήμα τη φοροδιαφυγή.

Όλα αυτά έχουν επιτευχθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με πολλές θυσίες και κόπους από τους Έλληνες πολίτες, εν μέσω και των δυσκολιών που προκύπτουν από τους ασφυκτικούς δημοσιονομικούς στόχους και την παράλληλη διαχείριση του προσφυγικού ρεύματος.

Ωστόσο, για να καταφέρει η ελληνική κυβέρνηση να απομακρύνει οριστικά τη χώρα από τον γκρεμό, να επιστρέψει η οικονομία σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, να νιώσουν οι πολίτες ότι η κατάσταση στα νοικοκυριά βελτιώνεται σταδιακά και να μπορέσει η αγορά και οι επιχειρήσεις να ανακάμψουν, χρειάζεται οι εταίροι να δείξουν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και να κοιτάξουν τη συλλογική επιτυχία της Ευρωζώνης, μακριά από πολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες.

Προς αυτή την κατεύθυνση επείγει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό, στη βάση των επιτυχιών της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και των δεσμεύσεων των θεσμών που απορρέουν από τη συμφωνία του Ιουλίου 2015.

Οι συμφωνίες υπογράφονται για να τηρούνται από όλες τις πλευρές, να βελτιώνονται όπου εμφανίζεται ανάγκη, ανάλογα και με την πορεία υλοποίησης και τις δυσκολίες που προκύπτουν.

Με βάση τα σταθερά θετικά στοιχεία που προκύπτουν από την ίδια τη Eurostat για την ελληνική οικονομία, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να υιοθετηθούν νέα μέτρα.

Αντίθετα, είναι απαραίτητο να συμφωνηθούν χαμηλότερα, πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα κάτω του 3,5% από το 2018 και μετά, θέση την οποία υιοθετεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα σημαίνουν χαμηλότερους φόρους, αύξηση της ανταγωνιστικότητας, ενίσχυση της αγοράς και της καταναλωτικής δύναμης, εξυπηρέτηση του χρέους, έξοδο της χώρας στις αγορές, βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και των ευρωπαϊκών νόμων στο ζήτημα της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα τελεί υπό δημοσιονομική επιτήρηση, δεν σημαίνει ότι είναι «δεύτερης διαλογής» κράτος, με περιορισμένα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα.

Με τα δύο προηγούμενα μνημόνια καταπατήθηκαν πλήρως θεμελιώδη δικαιώματα, εφαρμόστηκαν λανθασμένες οικονομικές πολιτικές και φτάσαμε στο σημείο η ανεργία και η φτώχεια να έχουν πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση έχει καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες να εξισορροπήσει τα καταστροφικά λάθη του παρελθόντος και να φέρει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε τροχιά σταθερότητας και ανάπτυξης.

Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να συμβάλλει θετικά στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις, αναγνωρίζοντας το κοινό όφελος για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη.

Οι καθυστερήσεις και οι παράλογες απαιτήσεις δεν οδηγούν πουθενά, αντίθετα ενισχύουν την κοινωνική ανασφάλεια, την απογοήτευση των Ευρωπαίων πολιτών, την οικονομική και θεσμική αστάθεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση».