Σε καταλύτη ο οποίος αναδεικνύει με δραματικό τρόπο το πολιτικό πρόβλημα που διαμορφώνεται στη χώρα εξελίσσεται η οικονομική κρίση. Με την κυβέρνηση να κλυδωνίζεται εν όψει της λήψης κάθε νέου μέτρου, την αξιοπιστία της να δοκιμάζεται σοβαρά στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, την αξιωματική αντιπολίτευση να έχει κατεβάσει ταχύτητα και την Αριστερά να αποδύεται πλέον σε μάχες χαρακωμάτων και σε ένα ιδιότυπο αντάρτικο, οι συζητήσεις σε πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους φουντώνουν. Οι περισσότεροι είτε επιδιώκουν είτε προβλέπουν πολιτικές εξελίξεις. Σε αυτό το κλίμα σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις αναζητούν διεξόδους, όμως το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι κοινό: δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν ούτε τον χρόνο, ούτε τον τρόπο, ούτε τη γραμμικότητα των εξελίξεων. Πάντως η επεξεργασία των σεναρίων έχει προχωρήσει και οι δυνατότητες αναδιάταξης μελετώνται και αποτυπώνονται σε προτάσεις, οι οποίες καταγράφονται σε δημόσιες τοποθετήσεις και σε παρασκηνιακές συζητήσεις.
Για όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας καθίσταται σαφές, σύμφωνα με το σημερινό «Βήμα της Κυριακής», ότι το πολιτικοοικονομικό σύστημα βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο. Η περιγραφή συνοψίζεται από όλους στα εξής στοιχεία: στο φάσμα της χρεοκοπίας, στις εκκρεμότητες με την εκταμίευση της 6ης δόσης και στην υλοποίηση της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, στα επόμενα στάδια που αφορούν τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου τον Δεκέμβριο και στη συζήτηση για την επόμενη δόση ή την αναδιάρθρωση του χρέους την προσεχή άνοιξη.
Όλες αυτές οι παράμετροι προσδιορίζουν τα δεδομένα βάσει των οποίων επιχειρούν να προετοιμαστούν τα κομματικά επιτελεία.
Κατά πολλούς, το καθοριστικό διάστημα εντοπίζεται μεταξύ των αποφάσεων που αναμένονται για την 6η δόση στα μέσα Οκτωβρίου και της διαδικασίας για την επικύρωση της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, η οποία προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου.
Γενική είναι η διαπίστωση σε πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους ότι ακόμη και στην περίπτωση που η δόση εκταμιευτεί κανονικά και η συμφωνία της 21ης Ιουλίου επικυρωθεί χωρίς προβλήματα, η δυσκολία που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων και στην εφαρμογή των σκληρών φορολογικών μέτρων θα συνεχιστεί και θα αναδυθεί εκ νέου πολύ σύντομα, είτε προς το τέλος του έτους είτε στις αρχές του επόμενου.
Η βεβαιότητα αυτή οδηγεί μια μεγάλη ομάδα πολιτικών προσώπων από όλο το πολιτικό φάσμα και παραγόντων της αγοράς σε αναζήτηση σεναρίων απεμπλοκής .
Εκλογές εξπρές
Μία από τις κυρίαρχες απόψεις καταλήγει στο ότι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ του Νοεμβρίου και του τέλους του έτους είναι ο προσφορότερος για την επίσπευση εξελίξεων και την αποφυγή ανεξέλεγκτων εκτροπών . Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, την οποία έχουν εκφράσει ανοιχτά ακόμη και κομματικά στελέχη (π.χ. βουλευτές όπως οι Καρτάλης και Κωνσταντινόπουλος από το ΠαΣοΚ, εκπρόσωποι της Δημοκρατικής Αριστεράς του Φ. Κουβέλη, μετριοπαθείς της ΝΔ, κ.ά.), η εξασφάλιση της δόσης και η υλοποίηση της Συμφωνίας των Βρυξελλών θα πρέπει να οδηγήσουν σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Με βάση αυτά, θα πρέπει στα μέσα Νοεμβρίου να έχουν προκηρυχθεί εκλογές, η προεκλογική περίοδος να είναι η βραχύτερη δυνατή και το σχέδιο της επόμενης ημέρας κατατεθειμένο από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Χωρίς αυτοδυναμία
Όσοι υποστηρίζουν αυτό το σενάριο λαμβάνουν εκ προοιμίου ως δεδομένο (με βάση και τις δημοσκοπήσεις) ότι από μία εκλογική αναμέτρηση σε αυτή τη χρονική φάση δεν θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα επιτελεία και πάντως εκείνα των δύο μεγάλων κομμάτων θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση όλων των πτυχών της κρίσης και να είναι προετοιμασμένα, ώστε με ταχύτητα και χωρίς καθυστερήσεις, ήδη από το βράδυ των εκλογών, να είναι σε θέση να καταλήξουν σε μία συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας. Προφανής στόχος θα είναι να μη χαθεί ούτε μία ημέρα και η νέα κυβέρνηση να αναλάβει από την αμέσως επομένη των εκλογών να συνεχίσει από εκεί όπου είχε σταματήσει η προηγούμενη, ειδικώς στους τομείς των αποκρατικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών κυρίως δε με όσες σχετίζονται με την προσέλκυση επενδύσεων.
Οι αντιρρήσεις
Το σενάριο αυτό συζητείται σε πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους, όμως προσκρούει μέχρι στιγμής στις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων. Σε ό,τι αφορά το ΠαΣοΚ και την κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι υπάρχει μία ομάδα βουλευτών και παραγόντων που δε θα είχαν αντίρρηση να προχωρήσει μια τέτοια διαδικασία, είναι παγιωμένη η αντίληψη ότι ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος εξακολουθεί σε αυτή τη φάση να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεν πρόκειται να προκηρύξει πρόωρες εκλογές σε αυτό το χρονικό σημείο. Ο ίδιος έχει πολλαπλώς απορρίψει και δημοσίως το σενάριο των εκλογών, ενώ κυβερνητικά στελέχη (Αννα Διαμαντοπούλου, Μ. Χρυσοχοΐδης, κ.ά.) θεωρούν κάτι τέτοιο καταστρεπτικό για την οικονομία και τη χώρα. Αρνητικός σε ένα ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών είναι και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. θ. Πάγκαλος, ο οποίος θεωρεί ότι κρίσιμη παράμετρος για τη σταθερότητα του συστήματος αυτήν την περίοδο είναι η αντοχή του ΠαΣοΚ και της κυβέρνησης. Ο αντίλογος όσων τάσσονται υπέρ μιας συντεταγμένης προσφυγής στις κάλπες είναι ότι όσο οι εκλογές απομακρύνονται και η κυβέρνηση φθείρεται τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες αυτοδυναμίας του Αντ. Σαμαρά.
Συζητήσεις στη ΝΔ
Την ίδια στιγμή στη ΝΔ εκδηλώνονται διάφορες τάσεις. Επίσημη θέση του κόμματος, εκφρασμένη από τον Α. Σαμαρά, είναι η προσφυγή στις κάλπες και σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας νέα εκλογική αναμέτρηση. Παρά ταύτα, υπάρχουν στελέχη που σημειώνουν ότι ακόμη και σε ένα ευνοϊκό εκλογικό σενάριο για τη ΝΔ, η κυβέρνηση της θα προσκρούσει στα ίδια ακριβώς προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κυβέρνηση Παπανδρέου και οι προσδοκίες θα διαψευστούν σύντομα, με ορατό τον κίνδυνο να είναι μία από τις πλέον βραχύβιες κυβερνήσεις στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Όπως λένε στελέχη της ΝΔ, μια τέτοια εξέλιξη θα είναι ο βασικός καταλύτης για την εκδήλωση της πολιτικής κρίσης στη χώρα και υπ’ αυτήν την έννοια εκτιμούν ότι η ηγεσία της ΝΔ θα έπρεπε να επανακαθορίσει τη στάση της.
Κυβέρνηση με ορίζοντα διετίας
Ενδεχόμενη κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας όπως υποστηρίζουν κάποια πολιτικά στελέχη και από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν θα πρέπει να έχει διάρκεια μερικών μηνών, αλλά ένα χρονικό ορίζοντα διετίας, προκειμένου να αντεπεξέλθει χωρίς κλυδωνισμούς στις απαιτήσεις των δανειστών και στην προώθηση μέτρων στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς δεσμεύσεις από διαδικασίες και κομματική πελατεία.
Οι προτάσεις που διατυπώνονται αυτή την περίοδο ως προς τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν μια τέτοια κυβέρνηση καταλήγουν στο σενάριο των εξωπολιτικών παραγόντων, οι οποίοι μάλιστα θα είναι δεδομένο ότι στη συνέχεια δεν θα αναμειχθούν ποτέ ξανά στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Τα ονόματα που κατά πολλούς συγκεντρώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά και θα μπορούσαν να αναλάβουν καθήκοντα Πρωθυπουργού και τσάρου είναι αυτά του πρώην αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Λουκά Παπαδήμου και του σημερινού διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλου. Ο μεν πρώτος εξακολουθεί να θεωρείται ένα από τα λίγα πρόσωπα για τα οποία δεν τίθεται κανένα ζήτημα αξιοπιστίας τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ο δεύτερος, δε, είναι ένας από τους παράγοντες που γνωρίζει όλες τις πτυχές και την εξέλιξη του ελληνικού προβλήματος, έχοντας και πλήρη γνώση του τεχνικού μέρους και της μετεξέλιξης των μηχανισμών διάσωσης, κατά τρόπο που να συνομιλεί σε διαφορετική βάση με όλα τα σκέλη της τρόικας (ΕΚΤ, EE και ΔΝΤ).