Την ανάγκη ενός νέου οράματος ενάντια στην καταστροφική πολιτική του Βερολίνου επισημαίνει σε άρθρο του στο βρετανικό online journal «Social Europe» ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης.
«Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιληφθούν ότι χρειάζονται ρεαλιστικότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά από το 2018 και ελάφρυνση του δημόσιου χρέους μέχρι το τέλος του 2016» αναφέρει μεταξύ άλλων.
Ακολουθεί το άρθρο μεταφρασμένο στα ελληνικά.
«Ελλάδα: Ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 και βιώσιμη ρύθμιση του χρέους
Του Δημήτρη Παπαδημούλη
Από τις αρχές του Σεπτεμβρίου και για τους επόμενους μήνες η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη θα κληθούν να αναζητήσουν βιώσιμες και αποτελεσματικές λύσεις σε μια σειρά επίμαχων ζητημάτων που ταλαιπωρούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εδώ και αρκετά μεγάλο διάστημα. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων, με το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και το προσφυγικό να αποτελούν τα ζητήματα που βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας.
Το πλαίσιο δράσης
Η πρωτοβουλία του Έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να συγκαλέσει στην Αθήνα (9 Σεπτεμβρίου) άτυπη σύνοδο των ηγετών του ευρωπαϊκού Νότου κινείται στο πλαίσιο της προσπάθειας για ανάπτυξη συνεργειών ενάντια στην καταστροφική λιτότητα που επίμονα επιβάλλει το Βερολίνο, όσο και της ανάγκης να οικοδομηθεί ένα νέο, πειστικό όραμα για την Ευρώπη, μακριά από τον λαϊκισμό και την ξενοφοβία που καλλιεργούν εδώ και καιρό συντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις. Το “άνοιγμα” που επιχειρείται από την ελληνική πλευρά έχει σαν στόχο να αναζωογονηθεί η συζήτηση γύρω από το “ποιά Ευρώπη θέλουμε”, να φέρει τους πολίτες στο επίκεντρο των εξελίξεων, να εμπλουτίσει τον διάλογο με την κοινωνία των πολιτών και τους νέους ανθρώπους που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δέσμη προτάσεων που παρουσίασε ο Έλληνας Πρωθυπουργός στη συνάντηση των σοσιαλιστών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στο Παρίσι, όπου συμμετείχε ως παρατηρητής.
Οι τέσσερις προτάσεις επικεντρώνονται στα βασικότερα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την ΕΕ και τους πολίτες της, όπως
- η ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής με τον διπλασιασμό του πακέτου Γιούνκερ,
- η ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στη μεταφορά πόρων από το κέντρο της Ευρώπης στην περιφέρεια και τις φτωχότερες περιοχές,
- η πρόταση να μην υπολογίζονται στα ελλείμματα, πόροι που διατίθενται για την αντιμετώπιση της κρίσης και την ανεργία, και, τέλος,
- η σύσταση ενός κοινού φόρουμ διαλόγου σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών δυνάμεων στην Ευρώπη.
Παράλληλα, η προσπάθεια για σύγκλιση προοδευτικών δυνάμεων συνεχίζεται με την σύσταση της άτυπης ομάδας του Progressive Caucus (Προοδευτική Συμμαχία) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου συμμετέχω ως Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, και την οποία πλαισιώνουν ευρωβουλευτές από την ομάδα της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων. Η σύσταση της διακομματικής ομάδας προέκυψε από την ανάγκη να εντατικοποιηθεί ο διάλογος μεταξύ προοδευτικών πολιτικών, με στόχο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ενδυναμώσει την συμμετοχή του στην χάραξη πολιτικών που επιδιώκουν την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση στην ΕΕ.
Η Ελλάδα στο επίκεντρο των εξελίξεων
Με συνέπεια και αποφασιστικότητα, η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε και καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να βγάλει την χώρα εκτός οικονομικής επιτήρησης, θέτοντας καθημερινά τις βάσεις για σταδιακή επιστροφή στην ανάπτυξη και την ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης έδωσε ανάσα και “χώρο” στην ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει κάποια από τα βασικά ζητήματα, όπως το πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης και της κοινωνικής πολιτικής για το προσεχές διάστημα.
Η επιτυχής και γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι απαραίτητη για να συνεχίσει η Ελλάδα στο δρόμο σταθερότητας που έχει χαράξει εδώ και ενάμισι χρόνο, παρά τις αντιξοότητες και την συνεχή υπονόμευση από πολιτικούς και μιντιακούς κύκλους στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο οι θεσμοί και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιληφθούν ότι χρειάζονται ρεαλιστικότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά από το 2018, όσο και συγκεκριμενοποίηση των άμεσων και μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους μέχρι το τέλος του 2016.
Η διατήρηση τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι ρεαλιστική και σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί βιώσιμη λύση, τόσο για την ελληνική κυβέρνηση όσο και τους θεσμούς. Η μείωση των στόχων για 2% – 2,5% θα αυξήσει τις επιλογές άσκησης οικονομικής πολιτικής, ενθαρρύνοντας ιδιωτικές επενδύσεις και συμβάλλοντας στην επίτευξη βιώσιμων ποσοστών ανάπτυξης.
Η γρήγορη και επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όπως και η διευθέτηση των δύο αυτών ζητημάτων αποτελεί “κλειδί” προκειμένου το αποτύπωμα της οικονομικής σταθερότητας και της ανοδικής πορείας των οικονομικών δεικτών να γίνει πιο ισχυρό και διατηρήσιμο στην πραγματική οικονομία μέσα από την συνεχή ενίσχυση της απασχόλησης, των επενδύσεων, του κοινωνικού κράτους».