«Η Ελλάδα σταθεροποιήθηκε, τώρα χρειάζεται ευελιξία», δηλώνει ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιώργος Σταθάκης σε συνέντευξή του στην ιταλική οικονομική εφημερίδα Il Sole 24 Ore. «Η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε. Είχαμε ύφεση πέρσι, χαμηλότερη από ότι αναμενόταν (λιγότερο από το 1%) και φέτος το πρώτο τρίμηνο ήταν εν μέρει αρνητικό, το δεύτερο με θετικό πρόσημο και ελπίζουμε το τρίτο και το τέταρτο να είναι άλλο τόσο θετικά. Όλα αυτά υπογραμμίζουν ότι η κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας αλλάζει, και ότι η νέα αυτή κατεύθυνση θα οδηγήσει σε εν δυνάμει ανάπτυξη, το 2017, της τάξης του 2,5%», δηλώνει ο Γιώργος Σταθάκης, από το οικονομικό φόρουμ του ιδρύματος Αμπροζέτι, στο Κόμο.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, ο κ. Σταθάκης υπογραμμίζει: «προχωρούν όπως είχε προβλεφθεί με τους δανειστές στην τελευταία συμφωνία που υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο και μπορώ να προσθέσω πως σε ότι αφορά την διάθεση στην ελεύθερη αγορά των ελληνικών σιδηροδρόμων, μια από τις ιδιωτικοποιήσεις στην οποία δόθηκε ώθηση, υπάρχει σημαντικό ιταλικό ενδιαφέρον και εμείς είμαστε ευτυχείς για το ενδιαφέρον αυτό».
Αναφορικά με την κατάσταση στην Τουρκία και το Brexit o υπουργός Οικονομίας τονίζει:
«Η Τουρκία είναι μια όμορη χώρα η οποία βρίσκεται πολύ κοντά και εμείς τασσόμαστε υπέρ της σταθερότητας της χώρας και στηρίζουμε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της ‘Αγκυρας. Σήμερα η Τουρκία είναι μια ασταθής χώρα μετά από τις τελευταίες εξελίξεις και εμείς στηρίζουμε κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της τουρκικής δημοκρατίας. Σε ότι αφορά το Brexit προσωπικά θεωρώ ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην βρετανική οικονομία. Η μεγαλύτερη ανατάραξη προκαλείται από το ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι η μεγαλύτερη χρηματιστική αγορά της ΕΕ και έχει στρατηγικό ρόλο στην ευρωπαϊκή οικονομία».
Απαντώντας σε ερώτηση της «Ιλ Σόλε» σχετικά με τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές ο Γιώργος Σταθάκης δηλώνει:«Ολοκληρώσαμε σημαντικές διαπραγματεύσεις μετά την συνολική συμφωνία του Ιουλίου του 2015 και τώρα πρέπει να εφαρμόσουμε όσα εγκρίναμε τον περασμένο Δεκέμβριο. Η θετική έκβαση της πρώτης αξιολόγησης ήταν ιδιαίτερα σημαντική διότι αποτελούσε το 70% όλης της συμφωνημένης δέσμης. Θεωρώ ότι η δεύτερη αξιολόγηση που θα αρχίσει την ερχόμενη εβδομάδα και η οποία προβλέπει πολλά θέματα επί τάπητος θα επικεντρωθεί στην μεταρρύθμιση της αγοράς της εργασίας».
Σε ό,τι αφορά το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους, απαντώντας σε ερώτηση του δημοσιογράφου Βιτόριο Ντα Ρολντ, προσθέτει: «αποφασίσθηκε να χωριστεί, το θέμα, σε τρεις φάσεις: η πρώτη, άμεση, είναι εκείνη στην οποία υπάρχουν πολύ χαμηλά επιτόκια για μια πρώτη σειρά υποχρεώσεων που αφορούν το 2020. Στην συνέχεια έχουμε τις οικονομικές υποχρεώσεις και τις λήξεις μεσοπρόθεσμης περιόδου, και το θέμα αυτό θα συζητηθεί μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Τέλος, στην τρίτη σειρά υποχρεώσεων που αφορά την ερώτησή σας έχουμε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις στις οποίες το ΔΝΤ ζητά να αρχίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται η συζήτηση, και όχι το 2020. Σε ότι αφορά το σημείο αυτό το ΔΝΤ έχει επιφυλαχθεί σχετικά με το αν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα».
Αναφορικά με την πολιτική λιτότητας ο υπουργός οικονομίας θεωρεί ότι «η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται σε μια μείξη φορολογικής, νομισματικής και αναπτυξιακής πολιτικής». Εκτιμά, δε, ότι «μέχρι τώρα τα κύρια μέτρα για να δοθεί μια απάντηση στην κρίση βάρυναν την νομισματική πολιτική», η οποία «έστω και αν σημείωσε επιτυχία τώρα άγγιξε τα όριά της και, κατά συνέπεια, ήρθε η στιγμή να χρησιμοποιήσουμε και την φορολογική πολιτική, αυξάνοντας την ευελιξία του Συμφώνου Σταθερότητας και επιτρέποντας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την έγκριση πολιτικών ανάπτυξης, ιδίως για την Νότια Ευρώπη».
Σε ερώτηση τέλος, του Ιταλού δημοσιογράφου σχετικά με «την δημοπρασία για τις πρώτες τηλεοπτικές άδειες και τους φόβους, που πολλοί εκφράζουν, ότι θα χαθούν θέσεις εργασίας», ο κ. Σταθάκης απαντά: «Τα τελευταία 29 χρόνια οι τηλεοπτικές άδειες δίδονταν σε ετήσια βάση, χωρίς μόνιμο τρόπο. Σήμερα είμαστε ευτυχείς διότι έχουμε ένα ανταγωνιστικό σύστημα για την χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών, το οποίο παράγει έσοδα για το κράτος, ύψους διακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ευρώ. Όλοι οι συμμετέχοντες, παράλληλα, εντάσσονται σε ένα σύστημα που έχει ρυθμιστεί με αποτελεσματικό τρόπο, χωρίς μεροληπτικές πολιτικές παρεμβάσεις».