Ενόψει των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές για τα εργασιακά ο Νάσος Ηλιόπουλος, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αντίστροφη διαδικασία υπέρ των εργαζομένων. Προσθέτει, ότι ο στόχος δεν περιορίζεται στην αποφυγή νέων επιθετικών μέτρων αλλά στην ουσιαστική επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων
Δεδομένη θεωρεί την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Ηλιόπουλος, καθώς όπως υπογραμμίζει, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να θέτει ζήτημα ενότητας ενόψει του συνεδρίου, και θεωρεί κατάκτηση τη διατύπωση διαφορετικών απόψεων και την άσκηση κριτικής, όπως και αυτοκριτικής.
Για τον εκλογικό νόμο, ο κ. Ηλιόπουλος τάσσεται ρητά υπέρ της απλής αναλογικής, σημειώνοντας ότι αυτή είναι και η θέση του κόμματος. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση επισημαίνει ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα, μετά την κατάρρευση του «παλιού καθεστώτος» δεν έχει σταθεροποιηθεί ακόμη. Έμμεσα, αλλά με σαφήνεια ο κ. Ηλιόπουλος αποκλείει το ενδεχόμενο ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στην ομάδα των Ευρωσοσιαλιστών τονίζοντας ότι το κόμμα του «είναι ιδρυτική δύναμη του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, εκεί ανήκουμε και αυτό δεν θα αλλάξει».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Νάσου Αθανασίου:
– Η πρώτη αξιολόγηση έκλεισε, ήδη όμως άρχισε η συζήτηση για την επόμενη, που επίσης φαίνεται ότι θα είναι επώδυνη, καθώς αφορά τα εργασιακά. Αντέχει ο ΣΥΡΙΖΑ περαιτέρω ανατροπές στα εργασιακά, ένα κεφάλαιο που ακουμπά τον ιδεολογικό του πυρήνα;
Το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι τι μπορεί να αντέξει ένα κόμμα αλλά τι χρειάζεται ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων αποτελεί μια πραγματικότητα που δεν περίμενε την κρίση για να γεννηθεί. Μέσα στην κρίση, όμως, γιγαντώθηκε. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία διαδικασία αναδιανομής εξουσίας και πλούτου υπέρ του κεφαλαίου. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αντίστροφη διαδικασία υπέρ των εργαζομένων. Ο στόχος μας δεν περιορίζεται στην αποφυγή νέων επιθετικών μέτρων αλλά στην ουσιαστική επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Παράλληλα, χρειαζόμαστε ένα αναβαθμισμένο πλαίσιο για την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας (όπως η «μαύρη»-ανασφάλιστη εργασία). Το ζήτημα της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων φέρει μεγάλη σημασία και από την σκοπιά της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτή τη μάχη θα την δώσουμε μαζί με τον κόσμο της εργασίας, κόντρα στα νεοφιλελεύθερα κέντρα εντός και εκτός χώρας που επιθυμούν την ακόμα μεγαλύτερη ασυδοσία των δυνάμεων της «ελεύθερης αγοράς»
– Η κυβέρνηση, με την εκδήλωση στο Μουσείο της Ακρόπολης που έφερε τον τίτλο «Ελλάδα 2021. Δίκαιη Ανάπτυξη-Παραγωγική Ανασυγκρότηση», επιχειρεί να βάλει τη δική της σφραγίδα στην οικονομική πολιτική των επόμενων ετών. Είναι εφικτή η «Δίκαιη Ανάπτυξη» σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου αυξάνονται οι ανισότητες, οι κρίσεις και η ανεργία, χωρίς αλλαγές στους συσχετισμούς;
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία πραγματικά ρευστή κατάσταση. Οι εκλογές στην Ισπανία, το βρετανικό δημοψήφισμα αποτελούν ίσως απλά την κορυφή του παγόβουνου της ευρωπαϊκής συγκυρίας. Είναι αλήθεια ότι χρειάζονται μεγάλες αλλαγές στον συσχετισμό σε επίπεδο Ευρώπης, αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια της αναμονής. Μάλιστα, αυτή η αλλαγή επικαθορίζεται και από τη δική μας πορεία. Χρειάζεται να αντιλαμβανόμαστε τον συσχετισμό αλλά όχι στατικά, όχι για να τον σεβαστούμε αλλά για να σχεδιάζουμε την αλλαγή του. Έτσι ακόμα και μέσα στο σημερινό αρνητικό πλαίσιο πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο για κινήσεις σε μία διαφορετική κατεύθυνση, κινήσεις που θα δημιουργήσουν τον χώρο και τη δυνατότητα για μία άλλη πορεία.
– Σε άρθρο σας στην «Αυγή», διατυπώσατε τον προβληματισμό σας για τη λειτουργία της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι «η επικοινωνία κυριαρχεί πάνω στην πολιτική και το κόμμα υποβαθμίζεται καθημερινά στη σχέση του με την κυβέρνηση…». Είστε κατά κάποιο τρόπο απαισιόδοξος για την πορεία της κυβέρνησης;
Η απαισιοδοξία και η αισιοδοξία μικρή σημασία έχουν στην πολιτική πρακτική. Η Αριστερά πάντα ήταν ένας χώρος που έφερε το προνόμιο να μπορεί να κάνει σκληρή κριτική και αυτοκριτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα να ακούει και να μαθαίνει από τον κόσμο της Αριστεράς, από τα μέλη του, από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας. Η όποια κριτική πάντα γίνεται εντός του πλαισίου αναβάθμισης της πολιτικής μας δουλειάς μέσα σε ένα πολύ δύσκολο και εχθρικό περιβάλλον. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, πιστεύω ότι οι αριστεροί είναι αισιόδοξοι άνθρωποι γιατί παλεύουν για να αλλάξουν τα πράγματα.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε στην κυβέρνηση ως κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ψήφισε μνημόνιο, διασπάστηκε και τώρα πηγαίνει στο πρώτο μετά τη διάσπαση συνέδριο. Ποια είναι σήμερα η ιδεολογική του ταυτότητα;
Η ιδεολογική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αλλάξει. Μέσα από τη διαδικασία που περιγράψατε βίωσε νίκες αλλά και ήττες. Πάντα στην ιστορία έτσι συμβαίνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο μέλλον δεν μπορεί να επιλέξουν τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ μια διαφορετική πορεία. Σήμερα, όμως, παρά την ήττα του Ιουλίου η ιδεολογική μας αφετηρία δεν έχει αναθεωρηθεί.
– Στο συνέδριο μπορεί να απειληθεί η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ;
Δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι τίθεται ζήτημα ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ στο συνέδριο που έχουμε μπροστά μας.
– Στον καιρό των Μνημονίων κόμματα κατέρρευσαν, νέες δυνάμεις αναδείχθηκαν, μικρότερα κόμματα χωρίς σαφές ιδεολογικό στίγμα και κοινωνικές αναφορές είναι στη Βουλή. Πιστεύετε ότι γενικότερα υπάρχει μια κρίση ταυτότητας στο πολιτικό σύστημα;
Η μνημονιακή διαχείριση των τελευταίων ετών και η συνάντηση της με την «εισβολή του λαού» στο προσκήνιο μέσα από μια σειρά πολύμορφων κοινωνικών αγώνων, κατάφερε να μετασχηματίσει την οικονομική κρίση σε κρίση εκπροσώπησης και ηγεμονίας. Εντός αυτής της διαδικασία ήταν που μετατράπηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη και την ίδια στιγμή κατέρρευσε το παλιό καθεστώς. Ο αστικός πολιτικός κόσμος προσπαθεί να βρει αξιόπιστες πολιτικές εκπροσωπήσεις, που την ίδια στιγμή να μπορούν να εκφράσουν μέσα από ένα ηγεμονικό σχέδιο και κομμάτια του λαού. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει γίνει, και ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα να αποτελεί η κάθετη πόλωση του δημοψηφίσματος. Δεν πιστεύω ότι βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε ένα σημείο σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος.
– Πώς απαντάτε στο φλερτ που αναπτύσσεται μεταξύ του πρωθυπουργού και ισχυρών παραγόντων της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, τον Ολάντ, τον Πιτέλα και άλλους; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει τμήμα αυτής της ομάδας;
Είναι διαφορετικό το επίπεδο των επαφών και των συμμαχιών που πρέπει να κάνει μια κυβέρνηση στην προσπάθεια της να βρει συμμαχίες, έστω προσωρινές ή ταλαντευόμενες, απέναντι στους συνεχιζόμενους εκβιασμούς, από το επίπεδο της πολιτικής οικογένειας που ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είμαστε ιδρυτική δύναμη του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, εκεί ανήκουμε και αυτό δεν θα αλλάξει. Αποτελεί, όμως, θετικό στοιχείο ο διάλογος που ανοίγεται με δυνάμεις των Οικολόγων-Πράσινων και της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών (χωρίς να ξεχνάμε την ευθύνη των τελευταίων για την σχεδόν καθολική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη σήμερα). Η παρουσία της Αριστεράς χρειάζεται να προκαλέσει ρήγματα σε αυτές τις δυνάμεις και όχι να ενσωματωθεί από αυτές.
– Απλή αναλογική, ενισχυμένη αναλογική, μεικτό σύστημα. Το κόμμα θέλει έναν εκλογικό νόμο σύμφωνα με τις διακηρύξεις του ή σύμφωνα με τις ανάγκες του, μιας και τώρα είναι κόμμα εξουσίας;
Θέση του κόμματος είναι η απλή αναλογική και αυτό θα επιβεβαιωθεί ξανά από το σύνολο των πολιτικών μας διαδικασιών.
– Πώς μπορεί ένα κόμμα εξουσίας όπως ο ΣΥΡΙΖΑ να λέει ότι αγωνίζεται για τη χώρα και το λαό, ότι επιδιώκει να αλλάξει την εικόνα της Ελλάδας το 2021, αλλά ποτέ δεν συζήτησε τα μεγάλα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας, τη γεωπολιτική θέση της χώρας, τη συνεργασία με το ΝΑΤΟ κλπ, που επηρεάζουν καθοριστικά το μέλλον μιας χώρας;
Στο εσωτερικό της Αριστεράς πάντα διεξάγεται μια έντονη συζήτηση για τα ζητήματα διεθνών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η συζήτηση δεν έχει σταματήσει καθόλου μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα συνοδεύεται από μία πολύ προσεκτική μελέτη και τεκμηρίωση των εξελίξεων και των τάσεων που αναπτύσσονται διεθνώς. Ο πρώτος στόχος σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο με την όξυνση παλιών και νέων ανταγωνισμών, την άνοδο ακροδεξιών και αυταρχικών δυνάμεων, είναι να αποτελέσει η Ελλάδα έναν πόλο που θα βρίσκεται σταθερά απέναντι στη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό.