Σε θέματα, «που σήμερα αποτελούν αιτίες εσωκομματικής διένεξης στην Αριστερά των σαλονιών, την αγράμματη και αστοιχείωτη, την ξένη προς την ιστορία του χώρου, που παριστάνει ότι εκπροσωπεί την κυβέρνηση Συριζανέλ, που θα μείνει μαζί με το δημαγωγό πλέον και τον Τζουμπέ στις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, σε άρθρο που δημοσιεύεται στην προσωπική του ιστοσελίδα.
Αναλυτικά, το άρθρο του κ. Πάγκαλου με τίτλο «Χωρίς ελπίδα Ανάστασης»:
Ο Γρηγόρης Γιάνναρος γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1936 και πέθανε στις 5 Αυγούστου του 1997, στα 61 του. Υπήρξε ένα από εκείνα τα λαμπρά, φωτεινά μυαλά της γενιάς του 1960, που εδημιούργησαν την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, που περιείχε τους κομμουνιστές, ηττημένους του εμφυλίου πολέμου, σε μια ισότιμη θέση με τους υπόλοιπους πολιτικούς σχηματισμούς, δηλαδή με τους νικητές. Αυτή η Αριστερά οφείλει σε ένα μεγάλο βαθμό τις πολιτικές της επιτυχίες στην ύπαρξη και τη δράση του Γρηγόρη Γιάνναρου.
Η χαρισματική αυτή προσωπικότητα συνδύαζε μια έμφυτη, θα έλεγε κανείς κληρονομική, αφοσίωση στην παράταξη, την ιδεολογία της και την πρακτική της με ένα έντονα ανήσυχο πνεύμα και μια γοητευτική κοινωνική προσωπικότητα.
Στη δεκαετία του ’60 εμείς οι νέοι έπρεπε να ξεχάσουμε τη φρίκη και τις θυσίες του εμφύλιου πολέμου και παράλληλα να ανοίξουμε τις πόρτες και τα παράθυρα της χώρας για να μπουν μέσα τα νέα ρεύματα, που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται στην Ευρώπη και στην Αμερική. Η αναθεώρηση του παρελθόντος διευκολυνόταν από τις εξελίξεις στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Ο θάνατος του Στάλιν είχε οδηγήσει στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που βασικά έθετε τις προϋποθέσεις, παρά τα επεισόδια και τις κρίσεις, όπως εκείνη των πυραύλων στην Κούβα, για το τέλος του ψυχρού πολέμου. Άνεμος ελευθερίας έπνεε επίσης στην Ανατολική Ευρώπη, που οδηγούσε σε πρόωρες εξεγέρσεις, όπως εκείνη της Ουγγαρίας ή σε ουσιαστικές και περίπλοκες διαδικασίες αναθεώρησης όπως στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία. Ανάλογα ρεύματα αναθεώρησης του δόγματος είχαν εκδηλωθεί και στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης με πρωτεργάτες τους Ιταλούς.
Στην Ελλάδα ο άνεμος αυτός, που ερχόταν και από την Ανατολή και από τη Δύση, φυσούσε έντονα. Νέες ιδέες εμφανίζονταν και κυριαρχούσαν, ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Τα έντυπα, που ήταν άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένα με την ΕΔΑ, είναι ζωντανός καθρέφτης και σήμερα αυτής της πραγματικότητας. Υπήρχε η «νέα οικονομία» που διεύθυνε ο παλιός υπουργός της Κυβέρνησης των Βουνών, ευπατρίδης, Καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος. Εκεί συχνά μετάφραζα και εγώ αιρετικά κείμενα που μας έρχονταν από τη Δύση. Υπήρχε η «Επιθεώρηση τέχνης», που διεύθυνε ο αείμνηστος Μίμης Δεσποτίδης. Και όπου έντονα ήταν παρών ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Στους «Δρόμους της Ειρήνης» περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας αποφασιστικό ρόλο έπαιζε ο γιατρός Μάρκος Δραγούμης, ο Μιχάλης Περιστεράκης του «Συνδέσμου Μπέρτραντ Ράσελ» που οργάνωνε την πρώτη μαραθώνια πορεία ειρήνης. Η «Πανσπουδαστική» (καμία σχέση με τη σημερινή) εγκάθετη φυλλάδα εκδιδόταν με ισχυρή παρουσία του Στέλιου Ράμφου, του Μανώλη Μυλωνάκη και του Γιάννη Γιαννουλόπουλου. Στην Ασκληπιού, αριθμός 3, στο οίκημα της αυλής συγκατοικούσαν οι ειρηνιστές του Περιστεράκη με τους δυναμικούς υπερασπιστές του Συντάγματος της «Δημοκρατικής Αντίστασης Σπουδαστών – 114». Στα επεισόδια που ήταν αναπόφευκτα με την ΕΚΟΦ και άλλα κοινωνικά αποβράσματα έπαιζε σημαντικό ρόλο η νομική κάλυψη των φοιτητών με τους αείμνηστους Βαγγέλη Γιαννόπουλο και Γιάννη Σκουλαρίκη.
Δεν ήταν όμως μόνο οι κομμουνιστές που διαπίστωναν την ανάγκη ενός νέου πλαισίου σκέψης και εφάρμοζαν ήδη διαφορετικούς κανόνες ζωής. Στη μητρόπολη του καπιταλισμού Αμερική και άλλες προχωρημένες βιομηχανικά χώρες ομάδες νέων άφηναν να τους σαγηνεύει η ποίηση των Μπητνικς, το τραγούδι των νέων τροβαδούρων της Δύσης και του Νότου που μερικά χρόνια αργότερα θα έβρισκαν διέξοδο στα τεράστια φεστιβάλ ροκ εντ ρολ.
Η αναμέτρηση των δύο συστημάτων δεν είχε εκλείψει. Οι δαπάνες εξοπλισμού και μάλιστα παραγωγής πυρηνικών όπλων ξεπερνούσαν την πιο έξαλλη δημαγωγία για την ειρήνη και τον αφοπλισμό. Ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες πορευθήκαμε τότε και επιβάλαμε την παρουσία μας στην πολιτική ζωή του τόπου με επικεφαλείς φυσιογνωμίες όπως ο Γρηγόρης Γιάνναρος. Σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση της δικτατορίας το ’67 ο Γιάνναρος έφυγε με μια υποτροφία από αυτές που είχε χορηγήσει στα κομματικά στελέχη της νεολαίας η Σοβιετική πρεσβεία των Αθηνών. Στη Μόσχα έχανε τον καιρό του. Το ζωηρό πνεύμα του είχε ξεπεράσει προ πολλού τους προβληματισμούς που εμφανίζονταν ζωντανοί στο εκεί πανεπιστήμιο. Λογικό ήταν να επιδιώξει να έρθει στη Δυτική Ευρώπη όπου αναπτυσσόταν τότε έντονα η πολιτική και ιδεολογική διαμάχη που είχε προκύψει από τη διάσπαση του ΚΚΕ στη 12η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής. Οι φιλικές μας σχέσεις προϋπήρχαν. Μας συνέδεαν όχι μόνο κοινοί πολιτικοί αγώνες αλλά και περιπέτειες προσωπικές. Ήμαστε ανήσυχα πνεύματα και – γιατί να το κρύβουμε τώρα πια άλλωστε – ανήσυχα παιδιά.
Βρεθήκαμε τότε στο ίδιο στρατόπεδο των αναθεωρητών όπου σε λίγο ήρθε να μας βρει, πράγμα απίστευτο πριν από μερικά χρόνια, ο ίδιος ο κομματικός μαντρόσκυλος της ΕΔΑ, μακαρίτης σήμερα, Αντώνης Μπριλάκης. Τα χρόνια περάσανε, η χούντα κατέρρευσε, εγώ ακολούθησα το δρόμο της απομάκρυνσης από το κομμουνιστικό δόγμα συμμετέχοντας στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, ο Γρηγόρης έμεινε πιστός στην ιδέα της αναθεώρησης των νεανικών του ιδανικών, στη δημιουργία δηλαδή αυτού που λεγόταν τότε «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο».
Δεν πάψαμε ποτέ να συναντιόμαστε και να συζητάμε. Το 1990 έγινε Υπουργός Αναπληρωτής Βιομηχανίας στην Κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα. Την ίδια περίπου εποχή αποφάσισε να χτίσει μαζί με τη γυναίκα του Σόνια ένα σπιτάκι στη Τζια, που κυριολεκτικά ήταν η πρώτη εμπειρία του για μια ήσυχη και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Ο γιος του Γιώργος και ο δικός μου Λύσανδρος έγιναν πολύ στενοί φίλοι και συμμαθητές. Συνδεθήκαμε ακόμη περισσότερο από ότι στο παρελθόν. Κάναμε ατέλειωτους περιπάτους ή συζητήσεις στην ακρογιαλιά. Το 1990, λίγο μετά τη συγκρότηση της αμιγώς Νεοδημοκρατικής Κυβέρνησης Μητσοτάκη, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Θεμέλιο μια ολιγοσέλιδη πραγματεία του που είχε τίτλο: «Από τις αυταπάτες στην πραγματικότητα. Η Αριστερά μετά το ’89». Προ ημερών τακτοποιώντας τη βιβλιοθήκη μου έπεσα πάνω σε αυτό το πόνημα. Με απορρόφησε ο σφριγηλός και ευθύς του λόγος και μετά διαπίστωσα με κατάπληξη ότι οι ιδέες του Γρηγόρη Γιάνναρου το 1990 αμφισβητούνται ζωηρά από τη σημερινή ηγεσία της Αριστεράς και δυστυχώς και της χώρας 25 χρόνια μετά. Μετά από 25 χρόνια δηλαδή έχουμε οδηγήσει την Ελλάδα στην ανακάλυψη και αμφισβήτηση ιδεών που θεωρούντο δεδομένες το 1990.
Λέει ο Γιάνναρος (σελ. 17): «Όσο θα μένουμε έξω από τη νομισματική ένωση, δε θα μετέχουμε σε μια συγκεκριμένη κίνηση για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, δε θα είμαστε τόσο πλήρες μέλος της ΕΟΚ όσο θα είναι κάποιες άλλες χώρες, δε θα ανήκουμε οργανικά σε αυτόν τον κεντρικό κύκλο, που πρέπει να αποτελεί τη σταθερή μας επιδίωξη». Και παρακάτω (σελ. 19): «Η Αριστερά θα γίνει αναχρονιστική δύναμη αν επιδιώξει να εκφράσει με τις πολιτικές της θέσεις το άθροισμα των δυσαρεσκειών που θα προκύψουν από αλλαγές που έχουν καταστεί αναπόφευκτες». Και στη σελίδα 20: «Για να είναι αποτελεσματική η αντιπολίτευση δεν μπορεί να έχει ως ιδεολογική αναφορά τη σχηματική, την αναχρονιστική, τη χρεωκοπημένη αντίληψη που θεωρεί ότι το κρατικό είναι οικονομικά αποτελεσματικότερο, κοινωνικά δικαιότερο και πολιτικά προτιμότερο από το ιδιωτικό». Και παρακάτω για όσους δυσκολεύονται να καταλάβουν (σελ. 21): «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της συγκεκριμένης οικονομικής μονάδας δεν καθορίζει την οικονομικά αποδοτικότερη και κοινωνικά δικαιότερη μορφή οργάνωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων».
Έτσι έγραφε τότε ο οικονομολόγος αυτός, που γεννήθηκε μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα στο τέλος του εμφυλίου πολέμου και θήτευσε σε όλες τις βαθμίδες του στελεχιακού δυναμικού. Αναφέραμε μερικά από τα θέματα, που σήμερα αποτελούν αιτίες εσωκομματικής διένεξης στην Αριστερά των σαλονιών, την αγράμματη και αστοιχείωτη, την ξένη προς την ιστορία του χώρου, που παριστάνει ότι εκπροσωπεί την κυβέρνηση Συριζανέλ, που θα μείνει μαζί με το δημαγωγό πλέον και τον Τζουμπέ στις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας.
Α, ρε Γρηγόρη! Έφυγες νωρίς; Έγκαιρα, θα έλεγα εγώ.