«Εκ των ων ουκ άνευ» χαρακτήρισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Ξυδάκης, τον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας από τη νέα ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή, που προτείνεται να συσταθεί, μιλώντας στο Πρακτορείο fm.
Εκτίμησε, παράλληλα, ότι η συζήτηση που ξεκίνησε για το θέμα «σημαίνει την αρχή μίας διαδικασίας, που μπορεί να κρατήσει τουλάχιστον έναν χρόνο, στην οποία θα πρέπει να αναμειχθούν και το Ευρωκοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
«Είναι 6-7 κράτη, τα οποία εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους» είπε ο κ. Ξυδάκης, σχετικά με το ενδεχόμενο η νέα συνοριοφυλακή να έχει τη δυνατότητα παρέμβασης στο έδαφος ενός κράτους, χωρίς να της ζητηθεί. «Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί εύκολα να συζητηθεί και να ξεπεραστεί και να εφαρμοστεί, χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις και χωρίς καμία συζήτηση σοβαρή», σημείωσε αν. υπουργός, διευκρινίζοντας ότι «έτσι κι αλλιώς, αυτό το οποίο γίνεται σήμερα είναι να εκφραστεί η επιθυμία των ηγετών να αρχίσει να εξετάζεται, δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτό».
«Δεν νομίζω ότι τίποτε μπορεί να παραμείνει χωρίς συζήτηση και χωρίς συμβιβασμούς, αλλά αυτό μένει να αποδειχθεί. Η εμπειρία, πάντως, από το πώς συζητούνται τα ευρωπαϊκά πράγματα είναι ότι αλλιώς ξεκινάει μια πρόταση και αλλιώς καταλήγουμε» πρόσθεσε.
Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, το ευρωπαϊκό κλίμα, που διαμορφώνεται για την Ελλάδα, σε σχέση με την πρόοδο, που έχει σημειώσει στα ζητήματα της οικονομίας, ο κ. Ξυδάκης διατύπωσε την εκτίμηση ότι «και η Ευρώπη αρχίζει και αντιλαμβάνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις εκτελούνται με ταχύτατο ρυθμό» και «η Ελλάδα για πρώτη φορά είναι τόσο κοντά σε μία πρώτη αξιολόγηση, που θα τη φέρει στη συζήτηση περί χρέους».
«Έχουν ψηφιστεί πάνω από 100 μεταρρυθμίσεις από τα μέσα Οκτωβρίου» ανέφερε, προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα έχει κάνει πάρα πολλά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
Ο αν. υπουργός Εξωτερικών τόνισε πως το θέμα του χρέους, αν και «ίσως κάποιοι κύκλοι να μην αισθάνονται πολιτικά έτοιμοι ή να είναι απρόθυμοι να το συζητήσουν» είναι πολύ σημαντικό για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και την αναθέρμανση της οικονομίας, διότι, όπως εξήγησε, θα συμβάλει ώστε «να μπει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στην πιστωτική χαλάρωση και αυτό είναι που θα μας βάλει σε τροχιά σταθερότητας και σε μία κατάσταση, όπου η Ελλάδα θα είναι ελκυστική και για τους ξένους επενδύτες, αλλά και οι Έλληνες, που έχουν τα χρήματά τους στα σπίτια τους να αποκτήσουν πια πλήρη εμπιστοσύνη στο κράτος τους, να γυρίσουν τα λεφτά στις τράπεζες».