«Η Συμφωνία των Παρισίων είναι μόνο η αρχή μιας πορείας προς τη μετάβαση σε καθαρές πράσινες μορφές ενέργειας και όλοι πλέον πρέπει να στραφούν μακριά από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός ΠΕΝ Γιάννης Τσιρώνης, ύστερα από την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι η οποία ολοκληρώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου.
Όπως ανακοινώθηκε, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με ομάδα εμπειρογνωμόνων και τον αν. υπουργό Γιάννη Τσιρώνη, στο πλαίσιο της κοινής εκπροσώπησης όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης για το Κλίμα στο Παρίσι (COP21) που ως στόχο είχαν την εξεύρεση κοινής συμφωνίας για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής.
Οι δύσκολες διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν 12 ημέρες τελικά κατέληξαν, για πρώτη φορά, σε μια ιστορική και ομόφωνη δεσμευτική συμφωνία μεταξύ 195 κρατών-μελών, που εμπνέει αισιοδοξία για το μέλλον του πλανήτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη διαμεσολάβηση, υποστηρίζοντας σθεναρά και με μια ενιαία φωνή περιβαλλοντικά φιλόδοξες κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα να γίνει δυνατό να επιτευχθούν οι πιο βασικοί στόχοι της ΕΕ για τη νέα παγκόσμια συμφωνία.
Η συμφωνία θέτει την παγκόσμια οικονομία σε μια τροχιά απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς αποφασίστηκε ρητά να περιοριστούν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου σε επίπεδα τέτοια ώστε να παραμείνει η μέση αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από 2ο C με απώτερο σκοπό τον περιορισμό στον 1,5ο C. Υπάρχει επίσης η δέσμευση οι κυβερνήσεις να συναντώνται ανά πενταετία προκειμένου να θέτουν πιο φιλόδοξους στόχους, εφόσον απαιτείται από τις εκάστοτε επιστημονικές παρατηρήσεις, ενώ δέχθηκαν επίσης κανόνες διαφάνειας και εποπτείας. Τέλος, η ΕΕ και οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν οικονομικά (με 100 δισ. δολάρια ετησίως μέχρι το 2025) τις ενέργειες για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και την οικοδόμηση κλιματικής αντοχής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η Συμφωνία στέλνει, επίσης, ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές και τις επιχειρήσεις, εκτός από τους φορείς χάραξης πολιτικής, ότι η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι πλέον μονόδρομος.