Ο «Νότιος Ευρωπαϊκός αγωγός», ο οποίος θα δημιουργηθεί από τη συνεργασία 50-50 δύο εταιρειών που αντιπροσωπεύουν δημόσια συμφέροντα της Ελλάδας και της Ρωσίας, υποδεικνύει ένα πρότυπο ισότιμης δημόσιας συνεργασίας και ένα στρατηγικό μοντέλο αμοιβαίας επωφελούς επένδυσης, ανέφερε ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας Παναγιώτης Λαφαζάνης, με την άφιξή του στην Αθήνα το Σάββατο το μεσημέρι, από την Αγία Πετρούπολη.
Σύμφωνα με τον υπουργό: «Οι συμφωνίες της Πετρούπολης για τον αγωγό φυσικού αερίου δείχνουν ότι η Ελλάδα, παρά την κρίση και τις δυσκολίες, έχει τη δυνατότητα να κτίσει γέφυρες και πρωτοπόρα να ανοίξει δρόμους ενεργειακής και οικονομικής ασφάλειας. Ο ‘νότιος ευρωπαϊκός αγωγός’ είναι πρώτα απ’ όλα ένας “καλός αγωγός” για μια διαφορετική Ευρώπη, χωρίς νέο-ψυχροπολεμικές διαιρέσεις και χωρίς τείχη απομόνωσης προς οποιαδήποτε πλευρά».
«Ο αγωγός που συμφωνήσαμε στην Πετρούπολη δεν ζημιώνει κανένα τρίτο μέρος, αντίθετα ωφελεί όλους τους λαούς και τις χώρες, δίνοντας την ευκαιρία πρόσβασης και πολλαπλών επιλογών σε φυσικό αέριο. Εμείς δεν εξαιρούμε καμιά χώρα που διαθέτει φυσικό αέριο και θέλει να το περάσει από το έδαφός μας, να το κάνει. Η Ελλάδα στηρίζει τον TAPμε αζέρικο φυσικό αέριο, στηρίζει τον Νότιο Ευρωπαϊκό Αγωγό με ρώσικο φυσικό αέριο και είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε και αγωγό αύριο που θα φέρνει αέριο από την Ανατ. Μεσόγειο (East Med)» πρόσθεσε.
Ο κ. Λαφαζάνης επεσήμανε ότι «Η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια ανοικτή ενεργειακή γέφυρα, με ανοικτές επιλογές για χώρες παραγωγούς και χώρες που καταναλώνουν και έχουν ανάγκη το φυσικό αέριο και γενικότερα ενεργειακά αγαθά. Γι αυτό θέλουμε να εφαρμόσουμε μια ανεξάρτητη, πολυδιάστατη πολιτική, η οποία πρώτα απ’ όλα θα είναι επωφελής για τους λαούς, οι οποίοι θέλουν να κατασκευάζουν με την ενέργεια δρόμους ειρήνης και συνεργασίας και όχι ανταγωνισμούς και αντιπαραθέσεις για την ηγεμονία και κερδοσκοπικές στρατηγικές.
Ο «Νότιος Ευρωπαϊκός αγωγός», που θα δημιουργηθεί από τη συνεργασία 50-50 δύο εταιριών που αντιπροσωπεύουν δημόσια συμφέροντα της Ελλάδας και της Ρωσίας, υποδεικνύει ένα πρότυπο ισότιμης δημόσιας συνεργασίας και ένα στρατηγικό μοντέλο αμοιβαίας επωφελούς επένδυσης, άξιο για θετικά συμπεράσματα.
Αντιπροσωπεύει, κυρίως, ένα μεγάλο έργο για την Ελλάδα, που καλούνται να το αγκαλιάσουν και να βοηθήσουν να υλοποιηθεί όλοι οι πολίτες, πέρα από ιδεολογικοπολιτικές διαφορές, γιατί θα αποφέρει μεγάλα οφέλη στα εθνικά μας συμφέροντα, την ελληνική οικονομία και σύσσωμο τον ελληνικό λαό».