Το διαβόητο Grexit δεν μπορεί να είναι επιλογή ούτε για τους Έλληνες ούτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα αποτελούσε την αρχή του τέλους της ευρωζώνης, με πολύ αρνητικές συνέπειες για τους λαούς της Ευρώπης, τονίζει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην αυστριακή εφημερίδα «Κουρίρ».
Ο κ. Τσίπρας τονίζει την ανάγκη τερματισμού της λιτότητας και την εστίαση του βάρους στην ανάπτυξη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής με την αποκάλυψη και φορολόγηση ελληνικών κεφαλαίων στην Ελβετία, στο μήνυμα προς τους Ευρωπαίους ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση δεν έχει σχέση με τους έλληνες ολιγάρχες, στην εικόνα της Μέρκελ και του Σόιμπλε στην Ελλάδα, αλλά και στο γεγονός πως μόνο με την αλληλεγγύη, τη δημοκρατία και τον αμοιβαίο σεβασμό, μπορεί να βρεθεί τρόπος εξόδου από την κρίση.
Για τον έλληνα πρωθυπουργό, το διαβόητο Grexit δεν μπορεί να είναι επιλογή ούτε για τους Έλληνες ούτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί θα ήταν μια αμετάκλητη διαδικασία, θα ήταν η αρχή του τέλους της ευρωζώνης, με πολύ αρνητικές συνέπειες για τους λαούς της Ευρώπης και ο ίδιος πρέπει να υπενθυμίσει, όπως σημειώνει, ότι η συζήτηση για το Grexit άρχισε όταν στην Ελλάδα ξεκίνησε η εφαρμογή των σκληρών προγραμμάτων λιτότητας.
Αυτά τα προγράμματα λιτότητας που, όπως υπενθυμίζει, επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν μπορεί να τα αντέξει ο ελληνικός λαός και δεν υπήρξαν θετικά ούτε για την οικονομία, η Ελλάδα δεν έγινε ανταγωνιστικότερη, ούτε λιγόστεψε το δημόσιο χρέος, και άρα θα πρέπει να αλλάξει ο συνολικός σχεδιασμός.
Όπως αναφέρει εισαγωγικά ο πρωθυπουργός, πρέπει να δοθεί τέλος στην πολιτική της λιτότητας και σε αυτό στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση ο Αυστριακός καγκελάριος Βέρνερ Φάιμαν (ΣΣ ο οποίος πραγματοποίησε προχθές επίσκεψη στην Αθήνα), που, όπως σημειώνει ο Αλέξης Τσίπρας, είναι “καλός φίλος της Ελλάδας”, ενώ θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην ανάπτυξη, κάτι που ισχύει για ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι Ευρωπαίοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ως ευκαιρία το γεγονός ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με τους Έλληνες ολιγάρχες και άρα θέλει και μπορεί να φορολογήσει τους πλούσιους και να δώσει επιτέλους ένα τέλος στη διαφθορά, τονίζει, για να συμπληρώσει ότι παρά τις πολύ χρονοβόρες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς η κυβέρνηση βρήκε το χρόνο να κλείσει συμφωνία με την Ελβετία για την αποκάλυψη και φορολόγηση ελληνικών χρημάτων στην Ελβετία.
«Κάτι τέτοιο δεν έκανε η προκάτοχη κυβέρνηση για τον απλό λόγο ότι μερικοί υπουργοί είχαν οι ίδιοι χρήματα στην Ελβετία, και υπάρχουν λίστες από τις οποίες φαίνεται ποιοι Έλληνες έχουν αφορολόγητο χρήμα στην Ελβετία».
Πρόκειται, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, για πολλά δισεκατομμύρια, χωρίς να είναι γνωστό το επακριβές ποσό, γιατί δεν έχουν ανοίξει οι λογαριασμοί, και με την ελβετική κυβέρνηση έχει συμφωνηθεί να δοθεί στους κατόχους αυτών των λογαριασμών ένα κίνητρο και συγκεκριμένα μέχρι το 2019 που θα αλλάξουν στην Ελβετία οι νόμοι (ΣΣ άρση τραπεζιτικού απορρήτου), ενώ πρόθεση είναι αυτά τα χρήματα να φορολογηθούν με συντελεστή 20%, που δεν είναι και τόσο υψηλός, αλλά είναι έστω κάτι.
Ο ίδιος επισημαίνει στη συνέχεια ότι η κυβέρνηση έχει ιδρύσει ξεχωριστό υπουργείο για την καταπολέμηση της διαφθοράς και έχει διαπιστώσει ότι ανάμεσα στα στοιχεία στις φορολογικές δηλώσεις και στην πραγματική περιουσία των Ελλήνων, η οποία ανέρχεται σε πάνω από 12 δισεκατομμύρια ευρώ, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά.
Στο θέμα των αμυντικών δαπανών ο πρωθυπουργός διευκρινίζει ότι υπήρξε μείωσή τους από το 4 % του ΑΕΠ στο 1,5 % και γίνεται εξοικονόμηση σε όλες τις δαπάνες, χωρίς να είναι δυνατή περισσότερη εξοικονόμηση.
Απαντώντας σε ερώτηση ως προς την εικόνα της Γερμανίδας καγκελάριου στην Ελλάδα, παρατηρεί ότι η Άγκελα Μέρκελ ήταν στο σύνολο της ελληνικής κοινής γνώμης μια πολύ αρνητική μορφή, αλλά αυτή η εικόνα άλλαξε τους τελευταίους μήνες κατά τους οποίους ο ίδιος διαπραγματεύεται με την καγκελάριο, ωστόσο ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξακολουθεί να έχει στην Ελλάδα μια πολύ κακή εικόνα.
Ως προς το αν η κ. Μέρκελ μπορεί στο τέλος να οδηγήσει σε λύση, ο Αλέξης Τσίπρας απαντά αρνητικά, καθώς, όπως τονίζει, η λύση δεν μπορεί να είναι από ένα πρόσωπο.
«Πρέπει να έχουμε έναν κοινό στόχο», παρατηρεί ο πρωθυπουργός για να επισημάνει συμπερασματικά στο τέλος της συνέντευξης του στην «Κουρίρ»: «Η διάσπαση της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι προς συμφέρον των λαών μας. Μόνο με αλληλεγγύη, δημοκρατία και αμοιβαίο σεβασμό μπορούμε να βρούμε ένα δρόμο εξόδου από την κρίση. Η ευρωπαϊκή διαδικασία ενοποίησης ήταν από την πρώτη στιγμή μια διαδικασία ενσωμάτωσης. Έως τώρα η Ευρώπη κινήθηκε στην κατεύθυνση της Ενοποίησης. Η επιλογή της αντίθετης κατεύθυνσης θα σήμαινε την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ιδέας και αυτό θα πρέπει να το αποτρέψουμε».