Την άποψη ότι ως πρώην πρωθυπουργός παρεμβαίνει όταν κρίνει ότι είναι «απαραίτητο», ειδικά σε «κρίσιμα εθνικά θέματα» εξέφρασε ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη συζήτηση που είχε με τον διευθυντή της εφημερίδας «Το Βήμα», Περικλή Δημητρολόπουλο στο πλαισίου του συνεδρίου που διοργανώνει για τα 50 χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής.

Όπως ανέφερε, η Μεταπολίτευση «μας βρήκε με τρεις μεγάλες πληγές και μια ακόμη που προστέθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου»: την εξάρτηση της χώρας από ξένες δυνάμεις στην εξωτερική πολιτική, την τραγωδία της Κύπρου και την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ως «τέταρτη πληγή» χαρακτήρισε την εμφάνιση ενός «νεοσύστατου κράτους» στα βόρεια σύνορα με «αλυτρωτικές διαθέσεις».

Ως εκ τούτου, είπε, πως οι «κυριότερες θετικές στιγμές» της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν αφορούν τις προσπάθειες που πέτυχαν να «επουλώσουν» κάποιες από αυτές τις πληγές. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και τη Συμφωνία των Πρεσπών που έβαλε τέλος σε μια μακροχρόνια διαμάχη.

Κληθείς να σχολιάσει την κριτική που του ασκήθηκε για τη Συμφωνία με την Βόρεια Μακεδονία, τόνισε πως «θα πρέπει κάποια στιγμή να μπορέσουμε να αντιπαρατιθέμεθα χωρίς όρους που μένουν ως πληγές στην πολιτική ζωή».

Όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις, επανέλαβε τη θέση του ότι «συγκρούονται δύο αντιλήψεις» για το ρόλο που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα, η μία ότι η χώρα θα πρέπει να είναι «πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας» και η άλλη ότι θα κερδίσει την εύνοια της Δύσης απέναντι στην Τουρκία, αν παίξει το ρόλο του «προκεχωρημένο φυλακίου». Μια «ενεργή πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις να έχει πολλά οφέλη, ενώ η άλλη επιφυλάσσει κινδύνους», είπε χαρακτηριστικά, ενώ υπογράμμισε πως είναι λάθος να παραγνωρίζεται η χρησιμότητα που έχει η Τουρκία για τη Δύση, καθώς και οι τελευταίες εξελίξεις απέδειξαν ότι «αναβαθμίζεται ο ρόλος της».

Ειδικότερα για την Τουρκία, τόνισε πως «πρέπει να καθορίσουμε μια στρατηγική με στόχο να μεγαλώσει η χώρα», όσον αφορά τα χωρικά ύδατα, διασφαλίζοντας, όμως παράλληλα «την ειρήνη και τη σταθερότητα». Το βασικό εργαλείο είπε είναι η προσφυγή στη Χάγη, αλλά με «κόκκινες γραμμές»: «Το ζήτημα της εδαφικής κυριαρχίας των νησιών», «το ζήτημα της ασφαλείας των νησιών», αποκλείοντας την αποστρατικοποίηση και την τονίζοντας «ενότητα του αιγιακού χώρου», δηλαδή ότι «δεν μπορεί κάποιο από τα νησιά να περιτριγυρίζεται από τούρκικη υφαλοκρηπίδα». Στο πλαίσιο αυτό, άσκησε κριτική κατά της κυβέρνησης, σχολιάζοντας το γεγονός ότι «το τελευταίο διάστημα έχουν ανασταλεί οι διερευνητικές και γίνονται διαπραγματεύσεις μόνο μεταξύ υπουργών», ενώ πρότεινε ως βασική στρατηγική τη «σύνδεση της συζήτησης αναθεώρησης τελωνειακής ένωσης Τουρκίας – ΕΕ με την προσφυγή στη Χάγη», αλλά και την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια «όπου είναι εφικτό».

Σχετικά με το ζήτημα της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, κατηγόρησε την κυβέρνηση για «ευτελισμό του θεσμού» καθώς δεν εξηγεί γιατί δεν συνεχίζει σε δεύτερη θητεία η νυν Πρόεδρος, ενώ παράλληλα μειώνει τον αναγκαίο αριθμό ψήφων στις 120, αψηφώντας τον «ιδιαίτερο συμβολισμό» που έχει το αξίωμα του Προέδρου.

Τέλος, όσον αφορά τις εξελίξεις στο προοδευτικό χώρο, τόνισε την ανάγκη τόσο για τη χώρα όσο και για το πολιτικό σύστημα, να υπάρχει «σοβαρή και συγκροτημένη αντιπολίτευση» και σημείωσε πως το θέμα δεν είναι η «επανασυγκόλληση» αλλά σε πρώτη φάση η «συνεννόηση σε κοινοβουλευτικό και προγραμματικό επίπεδο» προκειμένου να υπάρχει μια «εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης».

Πηγή: ΑΠΕ