Σε φάση εκτεταμένης ανακαίνισης και αποκατάστασης των φθορών που έχει υποστεί, μπαίνει αυτή την περίοδο το επιβλητικό μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων, προκειμένου να συνεχίσει να ανταποκρίνεται επαρκώς και με ασφάλεια στις λειτουργικές ανάγκες που καλείται να επιτελέσει.

Οι εργασίες αποκατάστασης κρίθηκαν άκρως απαραίτητες από τις τεχνικές υπηρεσίες του Κοινοβουλίου. Ραγίσματα, φουσκώματα και αποκολλήσεις σοβάδων είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που είχαν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια. Τον περασμένο Ιανουάριο, τμήματα σοβάδων από τη δυτική όψη του Κοινοβουλευτικού μεγάρου αποκολλήθηκαν, γεγονός που ανέδειξε την ανάγκη για λήψη μέτρων προστασίας ώστε να μην κινδυνεύσουν υπάλληλοι ή επισκέπτες.

Ο πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας υπέγραψε πρόσφατα σύμβαση για την εκπόνηση μελετών που θα προσδιορίζει τους τρόπους παρέμβασης και αποκατάστασης των όψεων του ιστορικού μεγάρου των Παλαιών Ανακτόρων. Επί της ουσίας πρόκειται για τέσσερις τεχνικές μελέτες συνολικού προϋπολογισμού 110.000 ευρώ συν ΦΠΑ 24% (αρα 136.400 ευρώ). Η μια θα είναι τοπογραφική, η άλλη αρχιτεκτονική, η τρίτη στατική και η τέταρτη, μελέτη συντήρησης υλικών. Όλες θα πρέπει να έχουν παραδοθεί μέσα σε ένα εξάμηνο.

Οι εξωτερικές όψεις της Βουλής έχουν υποστεί ποικίλες τοπικές επισκευές σε πολλά σημεία. Κατά την δεκαετία του 1980 πραγματοποιήθηκαν αρκετές τοπικές αποκαταστάσεις στα επιχρίσματα ενώ την δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκαν μόνο μικρής κλίμακας αποκαταστάσεις. Από το Φεβρουάριο του 2023, ξεκίνησε διερεύνηση για την αποκατάσταση των όψεων λόγω των σοβαρών προβλημάτων που είχαν ήδη καταγραφεί και έδιναν σαφείς ενδείξεις ότι έχει χαθεί η συνάφεια με τη λιθοδομή, και σίγουρα δεν συνέβαλλαν πλέον στην προστασία από εισερχόμενη υγρασία.

Μάλιστα τον Ιανουάριο του 2024 καταγράφηκαν αποκολλήσεις μεγάλων τμημάτων του επιχρίσματος της δυτικής όψης. Με τη συνδρομή της Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού υλοποιήθηκε σειρά εργασιών για τη διασφάλιση της ασφαλούς πρόσβασης στο κτήριο, με καθαίρεση τμημάτων που ήταν ήδη έτοιμα να αποκολληθούν. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη σημερινή του κατάσταση η οποία κατόπιν επιτόπιου ελέγχου και αξιολόγησης του από αρμόδιο κλιμάκιο του Υπουργείου Πολιτισμού έκρινε επιβεβλημένη την συνολική αποκατάσταση των όψεων και των αρχιτεκτονικών στοιχείων του.Το ηλικίας περίπου 170 ετών έγχρωμο αυθεντικό επίχρισμα, μολονότι διατηρείται στις επίπεδες επιφάνειες, στον κορμό και τις αετωματικές στέψεις του μεγάρου, βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση με σημαντικές βλάβες, που έχουν προκληθεί εξαιτίας της διείσδυσης υγρασίας στις εξωτερικές τοιχοποιίες του κτηρίου.

Οι βλάβες στο επίχρισμα υποβαθμίζουν την προστασία της τοιχοποιίας, γεγονός που συντελεί και στην υποβάθμιση της ποιότητας συνθηκών, της ασφάλειας και λειτουργίας του κτηρίου για τους χρήστες του, καθιστώντας τις διάφορες επεμβάσεις που έχουν ήδη υλοποιηθεί (αντικατάσταση των εξωτερικών κουφωμάτων και την εγκατάσταση νέων κεντρικών κλιματιστικών μονάδων, ενεργειακές επεμβάσεις στο δώμα καθώς και την αλλαγή εξωτερικού και εσωτερικού φωτισμού με ενεργειακούς λαμπτήρες και φωτιστικά σώματα) για την ενεργειακή του αναβάθμιση μη αποδοτικές και ελλιπείς.

Να σημειωθεί ότι οι αποκαταστάσεις θα εξασφαλίσουν και τη μέγιστη απόδοση των επεμβάσεων ενεργειακής αναβάθμισης του κτηρίου, που έχουν ολοκληρωθεί πρόσφατα με την αντικατάσταση των εξωτερικών κουφωμάτων και την εγκατάσταση νέων κεντρικών κλιματιστικών μονάδων. Άλλαξε επίσης ο εσωτερικός και ο εξωτερικός φωτισμός, με ενεργειακούς λαμπτήρες και φωτιστικά σώματα.

Σύντομη ιστορία του κτηρίου

Η κατασκευή του μεγάρου που στεγάζει σήμερα τη Βουλή ξεκίνησε το 1836, προκειμένου να φιλοξενήσει τον βασιλιά Όθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία. Το βασιλικό ζεύγος εγκαταστάθηκε τελικά επίσημα στα μεγαλοπρεπή Ανάκτορα το 1843, με το κτήριο να αποτελεί το επίκεντρο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας για πολλά χρόνια. Ωστόσο, οι δύο μεγάλες πυρκαγιές του 1884 και του 1909 προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές, αναγκάζοντας τη βασιλική οικογένεια να μεταφερθεί στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου.

Μετά από αυτά τα γεγονότα, το κτίριο υπέστη σημαντικές αλλαγές και ανακαινίσεις. Το 1929, με απόφαση της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, τα Παλαιά Ανάκτορα μετατράπηκαν σε έδρα της Βουλής των Ελλήνων (που μέχρι τότε φιλοξενούνταν στο κτήριο της Σταδίου που στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) και της Γερουσίας. Η πιο ριζική μετατροπή, πραγματοποιήθηκε το 1930, όταν το κτήριο ανασχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή δημιουργώντας την γνωστή σε όλους μας αίθουσα της Ολομέλειας. Σήμερα, το μέγαρο ανανεώνεται και πάλι, προσαρμοζόμενο στις σύγχρονες απαιτήσεις.