Με κείμενο-παρέμβαση προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανο Κασσελάκη, οι Διονύσης Τεμπονέρας, Αντώνης Κοτσακάς και Χάρης Τσιόκας ανακοίνωσαν την παραίτησή τους από τα κομματικά όργανα, μιλώντας για «εξουσιοδοτισμό», ωστόσο δεν αποχωρούν από το κόμμα.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
Προς σ. Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Προς Γραμματέα της ΚΠΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Κοινοποίηση στα μέλη της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η ένταξη σε έναν πολιτικό φορέα γίνεται σε τρία πεδία: ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά.
Με αυτή την παρέμβασή μας καθιστούμε σαφές οι υπογράφοντες ότι αποχωρούμε από το Οργανωτικό σκέλος (για λόγους διολίσθησης σε έναν άνευ όρων «εξουσιοδοτισμό»).
Παραμένουμε όμως στο ιδεολογικό και στο πολιτικό πλαίσιο, όπως αυτά έχουν καθοριστεί διαχρονικά με τις αποφάσεις συλλογικών οργάνων (διατηρώντας όμως ισχυρές επιφυλάξεις για συμπεριφορές μετάλλαξης).
Η τελευταία παρέμβαση του σ. Προέδρου κατέστησε σαφές ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε αδιάφοροι, για λόγους αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού, απέναντι σε μια μετάλλαξη, αντί για μετεξέλιξη, με την οποία διαφωνούμε.
Αποτελεί πεποίθησή μας η ανάγκη ανασύνθεσης του ευρύτερου αριστερού και προοδευτικού χώρου σε τροχιά προοδευτικής διακυβέρνησης με προγραμματική ενότητα. Και γνωρίζαμε εξαρχής τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε το εγχείρημα, προφανώς γιατί δεν συνάδει με κομματικές περιχαρακώσεις και ποικίλες προσωπικές στρατηγικές.
Άλλωστε, εμείς πρώτοι διατυπώσαμε την ανάγκη συγκρότησης κοινωνικού μετώπου, από τα κάτω για την προάσπιση της δημοκρατίας και των θεσμών. Ξεκινήσαμε την προσπάθεια πολύ πριν από τις Ευρωεκλογές, με την ανοιχτή εκδήλωση στο θέατρο ΑΛΦΑ, με ευδιάκριτη τη στόχευσή μας και επανήλθαμε την επαύριον των εκλογών με συγκεκριμένη πρόταση.
Πρόταση που κατά την άποψή μας σέβεται το μήνυμα της κοινωνίας και απαντά στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Καταστήσαμε σαφές ότι τα κόμματα του προοδευτικού χώρου παραμένουν στο σημερινό status, με απόλυτη αυτοτέλεια, ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική.
Τονίσαμε, όμως, ταυτόχρονα την ανάγκη διερεύνησης των δυνατοτήτων για διαμόρφωση συμφωνίας στο προγραμματικό πεδίο. Παραμένουμε, λοιπόν, στρατευμένοι με στόχο την ανασύνθεση του προοδευτικού και αριστερού χώρου με βάση το αξιακό μας πλαίσιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι του λαού και των ψηφοφόρων του και είναι τουλάχιστον άκομψες οι αναφορές για «τον δικό μου ΣΥΡΙΖΑ».
Ευχόμαστε και θα συμβάλουμε όπως και χιλιάδες στελέχη σε όλη τη χώρα, ώστε η κοινωνική αντιπολίτευση να αποκτήσει πολιτική έκφραση προς όφελος του λαού σε ευκρινή ορίζοντα κυβερνησιμότητας.
Οι υπογράφοντες
Διονύσης Τεμπονέρας, μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Αντώνης Κοτσακάς, πρώην πρόεδρος επιτροπής δεοντολογίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Χάρης Τσιόκας, μέλος οργανωτικού Γραφείου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ-ΚΕ
Ενημέρωση: Το κείμενο παρέμβαση θα κατατεθεί και στη συνεδρίαση της ΚΕ».
Τι λέει ο Στέφανος Κασσελάκης για τον «δικό του ΣΥΡΙΖΑ»
Με μια ανάρτηση στο Χ απάντησε ο Στέφανος Κασσελάκης για τις αναφορές του στον «δικό του ΣΥΡΙΖΑ»:
Σας μίλησα με ειλικρίνεια για δύσκολες οικονομικές αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Με μεγάλο συναισθηματικό κόστος.
Πώς θα μπορούσαν να αποφευχθούν αυτήν τη στιγμή; Μόνο με μαύρο χρήμα.
Ξεκαθάρισα:
Ο δικός μου ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πάρει μαύρο χρήμα.
«Ο δικός μου ΣΥΡΙΖΑ» σημαίνει ότι, αν οι ψηφοφόροι ή τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν μαύρο χρήμα, προκειμένου να αποφευχθούν επίπονες αλλά αναγκαίες οικονομικά αποφάσεις, θα πρέπει να εκλέξουν άλλο Πρόεδρο.
Έναν Πρόεδρο οποίος να αποδέχεται τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα περισσότερα κόμματα στην Ελλάδα.
Εγώ δεν προσφέρομαι. Λυπάμαι.
Κι επειδή η «βασίλισσα του μαύρου χρήματος» στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, τον προκαλώ ανοιχτά:
Να φέρουμε τώρα και στα δύο κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ανεξάρτητη εταιρεία ορκωτών λογιστών (προτείνω την Deloitte ή αντίστοιχου κύρους εταιρεία) για έλεγχο όλων των οικονομικών μας στοιχείων σε χρονικό βάθος δεκαετίας. Με άρση οποίας ρήτρας εμπιστευτικότητας μπορεί να υπάρχει με προμηθευτές ή συνεργάτες.
Όλα στο φως.
Έχω υποσχεθεί στους πολίτες ότι αυτό το σάπιο σύστημα θα το σπάσω, ακόμη κι αν χρειαστεί να πέσω μαζί του.
Κύριε Μητσοτάκη, πάμε;