Τα τελευταία χρόνια μπορεί να δημιουργήθηκε ένα εκρηκτικό περιβάλλον στην ανατολική Μεσόγειο, εντούτοις Ελλάδα και Τουρκία κατάφεραν να σημειώσουν πρόοδο στις σχέσεις τους και χωρίς την παρέμβαση ξένου παράγοντα.
Ο Ρόναλντ Μαϊνάρντους έγραψε στην «Deutsche Welle» πως στα ελληνοτουρκικά οι εξωτερικοί παράγοντες διαδραματίζουν συχνά καθοριστικό ρόλο. Τα παραδείγματα άμεσης παρέμβασης εξωπεριφερειακών δυνάμεων στις διμερείς σχέσεις είναι πολυάριθμα. Ιδιαίτερα οι Αμερικανοί, και σε μικρότερο βαθμό οι Γερμανοί, παίζουν σημαντικό ρόλο. Όταν η Άγκυρα ή η Αθήνα διεξάγουν πολιτικές διαβουλεύσεις με την Ουάσιγκτον ή το Βερολίνο, τα ελληνοτουρκικά ζητήματα περιλαμβάνονται πάντοτε στην ατζέντα.
Όταν πρόσφατα έγινε γνωστό ότι ο τούρκος πρόεδρος, Ερντογάν, ματαίωσε αιφνιδίως την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, αμέσως ξέσπασε συζήτηση για τις πιθανές συνέπειες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και, συγκεκριμένα, στη σχεδιαζόμενη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα στις 13 Μαΐου. Επίσης, οι κυβερνήσεις αντέδρασαν χωρίς καθυστέρηση. Μόλις έγινε γνωστή η ακύρωση της επίσκεψης του κ. Ερντογάν στην Ουάσιγκτον, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών σήκωσε το τηλέφωνο και κανόνισε κρίσιμη συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό του, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο λίγο αργότερα, μακριά από τα μάτια των δημοσιογράφων.
Οι υπουργοί συζήτησαν την ατζέντα της επικείμενης συνάντησης μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές στην Αθήνα, τίποτα δεν επρόκειτο να αφεθεί στην τύχη του. Εδώ και πάνω από έναν χρόνο βιώνουμε μια περίοδο αποκλιμάκωσης. Μέχρι στιγμής, το αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής διαδικασίας υπήρξε η συνάντηση κορυφής μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους. Στο παρασκήνιο, οι δυτικές κυβερνήσεις, ιδίως η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, προώθησαν ενεργά αυτή τη διαδικασία. Για την τουρκική εξωτερική πολιτική η βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της διαταραγμένης σχέσης με τη Δύση, ιδίως με τις ΗΠΑ.
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το ρήγμα στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις, το οποίο οφείλεται κυρίως σε βαθιά ριζωμένες διαφορές σχετικά με τη Μέση Ανατολή, επιδρά αρνητικά στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Είναι εμφανές ότι Αθήνα και Άγκυρα προσπαθούν να κρατήσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις του πολέμου της Γάζας μακριά από τις σχέσεις τους. Και οι δύο πλευρές εκπέμπουν μηνύματα ότι επιθυμούν να επιμείνουν στην πολιτική της ύφεσης. Λίγες ημέρες πριν από τη συνάντησή του με τον έλληνα πρωθυπουργό, ο τούρκος πρόεδρος εξέφρασε αισιοδοξία: «Δεν υπάρχουν προβλήματα στην περιοχή που δεν μπορούν να επιλυθούν». Θετικά είναι, άλλωστε, και τα μηνύματα από την Αθήνα.
Ο φιλόδοξος στόχος
Σε τηλεοπτική συνέντευξη, ο έλληνας πρωθυπουργός μίλησε για «σημαντική πρόοδο εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία», λέγοντας ότι «εδώ και μήνες δεν έχουμε πια παραβιάσεις» στο Αιγαίο. Σε άλλο σημείο ο κ. Μητσοτάκης διατύπωσε έναν σημαντικό κανόνα που διέπει την τρέχουσα διαδικασία με την Άγκυρα: «Οι διαφορές εξακολουθούν να υφίστανται, όμως στόχος είναι να μην παράγονται κρίσεις σε βαθμό όπου θα διακυβεύεται η ηρεμία και η ειρήνη στην περιοχή».
Δεν θα μπορούσε να συνοψιστεί με πιο συνοπτικό τρόπο ο στρατηγικός στόχος της «Διακήρυξης των Αθηνών», που υπέγραψαν οι κύριοι Μητσοτάκης και Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβριο. Εκεί, οι δύο πλευρές συμφώνησαν με κάθε επισημότητα ότι επιθυμούν τη βελτίωση και την εμβάθυνση των σχέσεών τους, υιοθετώντας ένα λεπτομερές πακέτο διπλωματικών μέτρων για τον σκοπό αυτό. Ταυτόχρονα -και αυτό είναι ένα βασικό σημείο, στο οποίο μερικές φορές δίνεται λίγη προσοχή στις δημόσιες συζητήσεις- Αθήνα και Άγκυρα διεμήνυσαν επισήμως ότι δεν μετακινούνται από τις θεμελιώδεις θέσεις τους σε σημαντικά διμερή ζητήματα. Η «Διακήρυξη των Αθηνών», η οποία αποτελεί τη βάση των διμερών σχέσεων μετά τη συνάντηση κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου, καθορίζει τη διαδικασία ύφεσης. Το κείμενο δεν αναφέρει λέξη για την ουσία των γνωστών διαφορών μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Σε αυτή τη λογική, διπλωμάτες και υπουργοί σημείωσαν πρόοδο σε πρακτικά ζητήματα των διακρατικών σχέσεων σε διάφορους τομείς, τους τελευταίους μήνες. Ο δεδηλωμένος στόχος είναι ευρύτερος και πιο φιλόδοξος: η «θετική ατζέντα» και τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» αποσκοπούν στη δημιουργία ενός πολιτικού κλίματος, που θα επιτρέψει στις δύο κυβερνήσεις να διαπραγματευτούν τις βαθιά ριζωμένες διαφορές, ιδίως όσον αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο.
Απ’ όσο είναι γνωστό, η Αθήνα και η Άγκυρα δεν έχουν σημειώσει ούτε εκατοστό προόδου ως προς αυτό το θέμα. Το αν η συνάντηση στην Άγκυρα θα οδηγήσει σε κάποια κινητικότητα αποτελεί το καίριο ερώτημα. Η επιμονή και των δύο πλευρών να προωθήσουν τον διάλογο σε διάφορα επίπεδα αποτελεί από μόνη της πρόοδο. Την Αθήνα και την Άγκυρα ενώνει ο στόχος να μη δημιουργηθεί ένα επιπλέον σημείο ανάφλεξης σε μια περιοχή που απειλείται από την εξάπλωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Αθήνα και η Άγκυρα σημειώνουν πρόοδο στις σχέσεις τους σε ένα εκρηκτικό γεωγραφικό περιβάλλον και σε μια επικίνδυνη συγκυρία, κι αυτό δίχως παρεμβάσεις από εξωτερικούς παράγοντες.