Η δολοφονία της Κυριακής Γρίβα κυριάρχησε στη συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας, Μάκη Βορίδη, στον τηλεοπτικό σταθμό action24.
Συγκεκριμένα, η πρώτη αντίδραση είναι «Πώς είναι δυνατόν έξω από ένα αστυνομικό τμήμα να γίνει ένα τέτοιο φονικό, ειδικά όταν την προηγούμενη στιγμή η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν μέσα σε αυτό. Ενώ, εν συνεχεία, θα δει κανείς τα πρωτόκολλα για τον φρουρό, τον αξιωματικό υπηρεσίας, τον διοικητή, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνει χρήση του όπλου κ.ά.».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, η κυβέρνηση έχει κάνει πράγματα για την ενδοοικογενειακή βία, όπως το ότι αυξήθηκε το αξιόποινο που αφορά σε αυτήν. Όπως, συγχρόνως, «αυξήθηκε το αξιόποινο για την ανθρωποκτονία. Σας θυμίζω ότι με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα, επί ΣΥΡΙΖΑ, ήταν στα 15 χρόνια, εμείς τον ξαναπήγαμε στα ισόβια».
Όσον αφορά την αστυνομία, «έχουν γίνει πράγματα για την ευαισθητοποίησή της», ωστόσο, αναγνώρισε ότι απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια για την υλοποίηση των κεντρικών οδηγιών στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης. Επιπλέον, «ακούμε αυτούς τους διαλόγους που μας θυμώνουν όλους. Θέλει ενδεχομένως περισσότερες παρεμβάσεις στα ζητήματα του πειθαρχικού δικαίου», επεσήμανε και διαβεβαίωσε πως «εμείς δεν κινητοποιούμαστε όταν συμβαίνουν, αλλά η προσπάθεια γίνεται συνεχώς».
Παραλλήλως, «υπάρχει βελτίωση στους απόλυτους αριθμούς», δήλωσε ο Μ. Βορίδης, και πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα είναι η ασφαλέστερη, ή πάντως από τις ασφαλέστερες ευρωπαϊκές χώρες. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ασφαλέστερη ήπειρος στον πλανήτη. Ειδικά στις ανθρωποκτονίες έχουμε πολύ χαμηλούς αριθμούς, ειδικά για τις γυναικοκτονίες έχουμε ακόμη χαμηλότερους. Δεν το λέω για να πω “μπράβο”», υπογράμμισε.
Σε σχέση με τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία», διευκρίνισε εν πρώτοις ότι αυτός έχει δύο χρήσεις: αφενός, «με το κοινωνικό φορτίο του, που φανερώνει την ευαισθητοποίηση». Κάτι, δηλαδή, που «μπορεί να αφορά στερεότυπα, αντιλήψεις και, επομένως, η χρήση βοηθά στο να ξεπερασθούν αυτά τα στερεότυπα». Αφετέρου, υπάρχει το ποινικό σκέλος: «Η γυναικοκτονία είναι μια δολοφονία γυναίκας και τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Αυτή η συζήτηση θα είχε νόημα με τον συριζαϊκό Ποινικό Κώδικα, όπου η ανθρωποκτονία είχε 15ετή κάθειρξη». Τότε θα είχε νόημα η αναγνώριση τέλεσης ανθρωποκτονίας σε συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας ως επιβαρυυντική περίσταση, και τότε η ποινή να μετατρέπεται σε ισόβια.
Στο πολιτικό συμπέρασμα, «για μια ακόμη φορά έχουμε μπροστά μας έναν ποινικό λαϊκισμό από ορισμένες πλευρές της Αριστεράς, για να μην τους βάλω όλους στο τσουβάλι. Είναι, για άλλη μια φορά, μια δήθεν ευαισθησία… δηθενιά σε επίπεδο ποινικού αυτή η συζήτηση».
Ερωτηθείς για το θέμα της χρήσης των όπλων από τους αστυνομικούς, είπε πως «θέλει πολλή προσοχή», προκειμένου «να μην βρεθούμε στην άλλη άκρη, να χρησιμοποιούμε εύκολα το όπλο και, επομένως, να έχουμε πια νεκρούς, που ενδεχομένως θα έπρεπε απλώς να συλληφθούν. Θέλει μια ισορροπία». Και, στην επόμενη φράση του, «θα μπορούσαμε να δούμε ξανά τους κανόνες εμπλοκής αλλά με πάρα πολλή προσοχή. Σε αυτή τη συζήτηση μπορεί να υπάρξει ένας λαϊκισμός από την ανάποδη, να τραβάει το όπλο για ψύλλου πήδημα».
Όπως, εξάλλου, ανέφερε σε άλλο σημείο, «συμφωνούμε ότι το περιπολικό δεν είναι ταξί, αλλά βλέπεις έναν άνθρωπο ο οποίος είναι τρομαγμένος. Δεν είναι ταξί, αλλά βοήθησέ την τη συγκεκριμένη (γυναίκα). Χρειάζεται μια στοιχειώδης ευελιξία που πηγάζει από την κοινή λογική», συμπέρανε.
Ταυτοχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας είπε πως είναι σίγουρος ότι «τις λεπτομέρειες της υποθέσεως και τον καταλογισμό των ευθυνών τις παρακολουθεί ο (αρμόδιος) υπουργός, θα κάνει αυτά που πρέπει».
Ενώ, σε ερώτημα για το εάν μετατέθηκαν σε μάχιμες υπηρεσίες αστυνομικοί που ήσαν στη φύλαξη υψηλών προσώπων, απάντησε πως «ναι, έχουν φύγει, με σκοπό να ενισχυθεί η φύλαξη των πολιτών». Μετέφερε, μάλιστα, την εμπειρία του από την εκλογική περιφέρειά του (Ανατολική Αττική), μια περιοχή, δηλαδή, που «έχει ορισμένα σημεία που είναι πολύ δύσκολα, (αλλά) υπάρχει σαφής εικόνα ενισχύσεως της αστυνομίας».
Για τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, είπε, εισαγωγικώς, ότι η δικαιοσύνη κάνει τις ενέργειες που πρέπει να κάνει για να περάσει εν συνεχεία στο πολιτικό σκέλος της υπόθεσης: «Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κατευνάσουμε, προσπαθούμε να μην σηκώνουμε τους τόνους, δεχόμαστε απίθανες ύβρεις και φοβερές συκοφαντίες. Προσπαθούμε να είμαστε ψύχραιμοι όσο το δυνατόν». Απορρίπτοντας δε, τη μομφή περί συγκαλύψεως, επανέλαβε ότι την ώρα κατά την οποία δεν ήταν καν ταυτοποιημένοι οι νεκροί, «εκείνη τη δραματική στιγμή, κάποιος ασχολείται με το να πλαστογραφήσει κάποια ηχητικά για να αποδείξει αυτό το οποίο είναι αληθές, ότι υπήρχε ανθρώπινο σφάλμα».