Η Νέα Δημοκρατία που ομολογουμένως πέτυχε ένα διπλό θρίαμβο στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου ήταν το πιο διψασμένο κόμμα στις Αυτοδιοικητικές εκλογές. Παρουσιάστηκε ως η πιο οργανωμένη παράταξη, έχοντας φυσικά το μηχανισμό όντας κυβέρνηση, αξιοποιώντας τη δεύτερη συνεχόμενη λαϊκή εντολή. Δεν επαναπαύτηκε όμως. Δεν κάθισε στο 41% και δούλεψε περισσότερο από τους αντιπάλους της, με σκοπό να επικρατήσει αλλά και να θριαμβεύσει όπου αυτό ήταν δυνατό.
Την ίδια ώρα, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν κατάφεραν, για διαφορετικούς λόγους, να παίξουν τα χαρτιά τους όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Να εξαντλήσουν τις πιθανότητές τους για να καταφέρουν να αντλήσουν ψήφους από τη δεξαμενή με τις ψήφους δυσαρέσκειας απέναντι στην πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ενός Μητσοτάκη που τον είδαμε πολλές φορές να περιοδεύει σε Περιφέρειες και Δήμους λες και ήταν αντιπολίτευση και μαχόταν να γίνει πρωθυπουργός. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του. Έχει επιλέξει ένα επιτελείο πιο έμπειρο και πιο διαβασμένο συγκριτικά με τους αντιπάλους του. Κι αυτό το αναγνωρίζουν όχι μόνο όσοι τον στηρίζουν αλλά και εκείνοι που βρίσκονται απέναντί του.
Ο πρωθυπουργός βρέθηκε ξανά στην πρώτη γραμμή, για τρίτη φορά τους τελευταίους μήνες. Έδειξε πως «είναι εδώ» – μια κίνηση που όποιος και να την κάνει, κερδίζει τον ψηφοφόρο. Στήριξε με ενεργό τρόπο τις υποψηφιότητες του κόμματός του και ενημέρωσε τους πολίτες πως υπάρχει σχέδιο. Επένδυσε πάλι στο θετικό αφήγημα: πάμε να φτιάξουμε ή πάμε να συνεχίσουμε αυτό που έχει ήδη ξεκινήσει – ή να το διορθώσουμε. Η συνταγή που ακολουθήθηκε στις εθνικές εκλογές και αποδείχτηκε πετυχημένη, επαναλήφθηκε ξανά, στην κλίμακα των αυτοδιοικητικών.
Το ίδιο διάστημα, οι βασικοί του αντίπαλοί αρκέστηκαν σε μια νωχελική προεκλογική προετοιμασία ή ακόμη και σε μια κατάσταση πλήρους αδιαφορίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σοβαρές και πραγματικές δικαιολογίες λόγω των εσωκομματικών θεμάτων. Το μυαλό όλων των μεγάλων στελεχών ήταν στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου πρόεδρου – δίχως να υπάρχει χρόνος αλλά και διάθεση να στηρίξουν τους δικούς τους υποψήφιους, όπου αυτοί υπήρχαν.
Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε ν’ αρπάξει την ευκαιρία για να κάνει αισθητή την παρουσία του, σε σχέση με το βασικό του αντίπαλο – που δεν είναι η Νέα Δημοκρατία αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ; Η ανάγνωση των (μέχρι στιγμής) αποτελεσμάτων, δείχνουν σημάδια βελτίωσης σε κάποια γεωγραφικά διαμερίσματα αλλά η γενική εικόνα, η μεγάλη, μάλλον δεν είναι για πανηγυρισμούς τύπου «ολικής επαναφοράς». Σίγουρα όμως το ΠΑΣΟΚ δεν ανήκει στους ηττημένους αλλά…
Αλλά ενώ είδαμε την αξιωματική αντιπολίτευση να είναι πραγματικά απούσα, η εν δυνάμει αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί το κενό που είχε δημιουργηθεί με τις σοβαρές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, πριν γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη. Τα δύο κόμματα θα έπρεπε να κερδίσουν μερίδια από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της ΝΔ, αλλά ουσιαστικά «αντάλλαξαν» ψήφους. Εκεί όπου έχασε ο ένας, κέρδισε ο άλλος – δίχως να λαβωθεί το κυβερνών κόμμα.
Πηγαίνοντας στο δεύτερο γύρο, σε όποια περιφέρεια και δήμο χρειάζεται, η Νέα Δημοκρατία θα συνεχίσει να ενεργοποιεί το μηχανισμό που διαθέτει και την έχει φέρει σε θέση ισχύος. Δεν άφησε όμως τίποτα στην τύχη του. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές δούλεψε σαν να ήταν εθνικές. Και τις κέρδισε, την ώρα που οι υπόλοιποι ψάχνουν να δουν αν η ζυγαριά γέρνει υπέρ ή κατά τους.
Να σημειωθεί η έξυπνη η κίνηση του ΠΑΣΟΚ να μην πάρει θέση για το αν θα στηρίξει τους υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ την ερχόμενη Κυριακή, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει ήδη να στηρίξει τους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ.
Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε ξανά. Καθαρά. Το ΠΑΣΟΚ νιώθει πως ροκανίζει τη διαφορά που το χωρίζει από το ΣΥΡΙΖΑ που συνεχίζει να χάνει δυνάμεις και να μετρά απώλειες.
- Βίκτωρας Μοντζέλλι, Δημοσιογράφος, Μέλος της ΕΣΗΕΑ