Στα ζητήματα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, στις πλημμύρες της Θεσσαλίας, αλλά και στον νέο αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, στις τιμές της ενέργειας, καθώς και στα πλωτά αιολικά πάρκα, αναφέρθηκε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας στο συνέδριο για την περιφερειακή ανάπτυξη που διοργανώνεται από το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και την εφημερίδα «Πατρίς», στις εγκαταστάσεις της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, στην Αρχαία Ολυμπία.
Ειδικότερα, μιλώντας για την κλιματική αλλαγή, τόνισε ότι «είναι σαφές πως η Ευρώπη πρέπει να δώσει πολύ μεγαλύτερη προσοχή στο θέμα τής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και κατά τη γνώμη μου αυτό αφορά και τη γενικότερη διαπραγμάτευση που γίνεται παγκόσμια με τις αναπτυσσόμενες χώρες». Διότι, όπως προσέθεσε, «η Ευρώπη, και ειδικά η Νότια Ευρώπη, είναι περιοχή κατεξοχήν ευάλωτη στην κλιματική κρίση και γενικότερα όπου υπάρχουν παράλια, για αυτό και η πολιτική της Ευρώπης πρέπει να το λάβει αυτό υπόψη της, καθώς βλέπουμε ότι τα φαινόμενα έρχονται νωρίτερα και με μεγαλύτερη ένταση από ό,τι αναμέναμε».
Σχετικά με τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία, ο Θόδωρος Σκυλακάκης είπε ότι «στα 14.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα που έχει Θεσσαλία έπεσαν 8 δισεκατομμύρια τόνοι νερού». Αυτό, συνέχισε, «μοντελοποιημένο αντιστοιχούσε με μία πλημμύρα που θα συνέβαινε μία φορά στα χίλια χρόνια, δηλαδή υπήρχε στους χάρτες διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας και ένα σενάριο που αφορούσε πλημμύρες που γίνονται μία φορά στα χίλια χρόνια».
Αναφερόμενος «στην εδώ και δεκαετίες αντιπλημμυρική νομοθεσία», η οποία όπως είπε, «επικαιροποιήθηκε για τελευταία φορά το 2018» και στην οποία «προβλέπεται ότι τα αντιπλημμυρικά μας έργα γίνονται για πλημμύρες που συμβαίνουν μία φορά στα 50 χρόνια» επισήμανε: «Πρακτικά στη Θεσσαλία αυτό θα σήμαινε περίπου τα 3 δισεκατομμύρια τόνους νερού. Αυτό σημαίνει ότι αν κάναμε όλα μας τα σχέδια τέλεια, θα είχαμε καλύψει τα πάντα για μία πλημμύρα τριών δισεκατομμυρίων τόνων νερού. Είναι προφανές ότι την πλημμύρα των οκτώ δισεκατομμυρίων τόνων δεν μπορούν να την διαχειριστούν έργα που είναι φτιαγμένα διαχειριστούν τα 3 δισεκατομμύρια τόνων νερού».
Όσον αφορά στον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, ο Θόδωρος Σκυλακάκης σημείωσε ότι «πάμε σε νέες προδιαγραφές στις περιοχές πλημμύρας, πάμε σε νέα προγράμματα, με τα οποία πρέπει να ενισχύεται και ο ιδιωτικός τομέας για να αυξήσει την ανθεκτικότητα, πάμε σε άμεση ενίσχυση των κρίσιμων υποδομών, έτσι ώστε να αντέχουν πολύ μεγαλύτερες πλημμύρες από ό,τι το υδραυλικό σύστημα, πάμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα στο βαθμό που μπορούμε, γιατί η Ελλάδα είναι γεμάτη με ρεύματα που έχουν δόμηση είτε αυθαίρετη είτε μη αυθαίρετη, αλλά μη συμβατή με πλημμύρες χιλίων ετών».
«Συνεπώς», συνέχισε, «πάμε να διορθώσουμε ό,τι μπορούμε να διορθώσουμε στον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, συζητάμε πολύ σοβαρά και κοιτάμε τα κλιματικά μοντέλα για το ποιο είναι δηλαδή το επόμενο επίπεδο αντιπλημμυρικού σχεδιασμού που θα κάνουμε».
Παράλληλα, απαντώντας σε ερώτηση της δημοσιογράφου, Μαρίνας Πρωτονοτάριου, που συντόνιζε την συζήτηση, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανέφερε ότι «περιμένουμε έναν ολόκληρο καινούργιο αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, τον οποίο πρέπει να κάνουμε ως χώρα και ο οποίος απαιτεί την ασφάλεια και σε επίπεδο κεντρικού κράτους, διότι δεν υπάρχει περιθώριο για αδύναμα σημεία στον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό».
Σχετικά με τις τιμές της ενέργειας, ο Θόδωρος Σκυλακάκης σημείωσε ότι «αν υπάρξει μία μείζονα κρίση θα κάνουμε αυτό που κάναμε και την προηγούμενη φορά» και προσέθεσε: «Αν δεν υπάρξει, θα τελειώσει ο μηχανισμός όπως έχει προγραμματιστεί στις 31/12/2023 και θα πάμε σε μία ομαλοποίηση με βοήθεια στους ευάλωτους καταναλωτές και τους ενεργειακά ευάλωτους που σημαίνει βοήθεια σε αυξημένη περίμετρο».
Όσον αφορά τα πλωτά αιολικά πάρκα, είπε ότι «έχουμε κάνει μία πολύ λεπτομερή και εκτεταμένη δουλειά και έχουμε έναν σημαντικό αριθμό χώρων όπου μπορούν να ξεκινήσουν έρευνες βυθού και αιολικού δυναμικού». Επίσης, είπε ότι «υπάρχουν πολύ σημαντικές περιοχές για πλωτά αιολικά πάρκα και μάλιστα πολύ περισσότερες από ό,τι είχε συζητηθεί στο παρελθόν, αλλά για να μπουν στο σύστημα απαιτείται μία πολύ μεγάλη διαγωνιστική διαδικασία και κινητοποίηση του διεθνούς ενδιαφέροντος».