Να περάσει τη γραμμή της χαμηλής εκπροσώπησης του ΠΑΣΟΚ και παράλληλα να μην εμφανιστεί ότι αντιπαρατίθεται ευθέως με την άποψη κορυφαίω νστελεχών όπως ο Μιχ. Χρυσοχοίδης και ο Α. Λοβέρδος που είπε καθαρό όχι σε συμμετοχή τεχνοκρατών αλλά και – κατά πληροφορίες – ο Γ. Παπανδρέου, ο Απ. Κακλαμάνης κ.α.
«Υπάρχουν ορισμένα σημαντικά στελέχη μας που πιστεύουν ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να μετάσχει στην Κυβέρνηση με ό,τι πιο προβεβλημένο διαθέτει από πλευράς στελεχικού δυναμικού.
Η άποψη αυτή διαθέτει ισχυρά επιχειρήματα και διαπνέεται από καθαρό ενδιαφέρον για την πορεία του τόπου και για την συνέχιση της εθνικής προσφοράς της παράταξης.
Κανείς από αυτούς που υποστηρίζουν την άποψη αυτή δεν έχει προσωπικό κίνητρο ή κυβερνητικές φιλοδοξίες για τον απλούστατο λόγο ότι πρόκειται για στελέχη μας καταξιωμένα που δεν έχουν ανάγκη από την υπουργική ιδιότητα στην οποία δοκιμάστηκαν με επιτυχία.
Αν όμως η λογική μας είναι η συμμετοχή όλων των βασικών στελεχών μας στην Κυβέρνηση, τότε αυτό θα κορυφωνόταν με τη δική μου συμμετοχή ως αντιπροέδρου και Υπουργού Οικονομικών. Πιστεύετε ότι αυτό θέλησε το εκλογικό σώμα την Κυριακή ή ότι αυτό βοηθά την κυβέρνηση ή την παράταξη και κυρίως την ανάγκη να τίθεται διαρκώς ο ΣΥΡΙΖΑ προ της υποχρεώσεώς του να μετάσχει στην εθνική διαπραγματευτική ομάδα;
Η εκτίμηση μου, αφού στάθμισα όλα τα δεδομένα, είναι πως όχι¨είπε επί λέξει ο κ. Βενιζέλος ο οποίος πήρε την εξουσιοδότηση να κάνει και την τελική διαπραγμάτευση για μία κυβέρνηση που – όπως είπε – είναι το πλέον πιθαν΄να ανακοινωθεί το απόγευμα. Το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου, στο οποίο συμφώνηε και η πλειοψηφία των βουλευτών ήταν ότι αν το ΠΑΣΟΚ συμμετείχε με τα κορυφαία του στελέχη τότε θα ήταν
“σαν να μην έχει μεταβληθεί το εκλογικό και κοινοβουλευτικό του μέγεθος. Σαν να μην βγαίνει από μια μεγάλη πολιτική δοκιμασία η οποία έχει καταστήσει επείγουσα την ανάγκη ανασύστασης της παράταξης. Σαν να σχηματίζεται μια ακόμη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ κάπως μικρότερη και όχι μια κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον αρχηγό της ΝΔ ή στέλεχος της δικής του επιλογής”.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Π. Ευθυμίου έχει προτείνει εφαρμογή του ιρλανδικού μοντέλου όπου το πρώτο κόμμα βάζει πρωθυπουργό και τα συνεργαζόμενα έχουν μία αντιπροεδρία και ένα, δύο ισχυρά υπουργεία και δεν επέμεινε στη συμμετοχή κορυφαίων στελεχών. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε, όπως λέει το ρεπορτάζ από τον Φ. Κουβέλη όταν τη συζήτησε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ.
Ολόκληρη η εισήγηση του Ευ. Βενιζέλου στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ έχει ως εξής:
Καλημέρα σε όλους και όλες, θέλω να σας καλωσορίσω και να σας συγχαρώ θερμά για την εκλογή σας. Θέλω να σας συγχαρώ γιατί αντέξατε, γιατί αντέξαμε. Να εκφράσω τη λύπη μου, γιατί λείπουν συνάδελφοι που είχαν εκλεγεί στη Βουλή της 6ης Μαΐου και, κυρίως, συνάδελφοι που είχαν εκλεγεί για πρώτη φορά και δεν πρόλαβαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Αυτή δεν είναι η επίσημη πανηγυρική συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για την έναρξη της νέας βουλευτικής περιόδου.
Η συνεδρίαση αυτή θα γίνει λίγο πριν την έναρξη της Συνόδου. Θα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό αφιερωμένη και στο σχεδιασμό της ανασύστασης της παράταξης και σε αυτήν, για λόγους τιμητικούς, θα κληθούν και οι νέοι βουλευτές που εκλέχτηκαν το Μάιο, αλλά δυστυχώς δεν επανεξελέγησαν στις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Η σημερινή συνεδρίαση οργανώνεται εδώ στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και είναι συνεδρίαση εργασίας, γιατί η Κ.Ο. είναι το μόνο νομιμοποιημένο με νωπή εντολή συλλογικό όργανο του Κινήματος και πρέπει να διαχειριστεί θέματα, τα οποία είναι ιδιαίτερα κρίσιμα για το μέλλον του τόπου και της παράταξης μέσα στη νέα συγκυρία.
Άρα, μοναδικό αντικείμενο της συνεδρίασης αυτής είναι να εξειδικεύσουμε τον τρόπο συμμετοχής του ΠΑΣΟΚ στη νέα κυβέρνηση και σε αυτό το θέμα θα αναφερθώ μόνο στην εισήγησή μου και αυτό θα παρακαλούσα να συζητήσουμε.
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε πάντα με μόνο γνώμονα το εθνικό συμφέρον και κατέβαλε πολύ υψηλό εκλογικό κόστος γι’ αυτό. Σήκωσε μόνο του το βάρος της κρίσης. Υπέστη δραματική μείωση της εκλογικής του δύναμης. Υπάρχει δυστυχώς ακόμη βαθειά κρίση στις σχέσεις μας με κοινωνικές ομάδες που ήσαν πάντα σημαντικές συνιστώσες της εκλογικής βάσης μας. Κοινωνικές ομάδες ταυτισμένες ιστορικά με το ΠΑΣΟΚ.
Ακόμη κρισιμότερο είναι το γεγονός ότι η μείωση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ συνοδεύεται από αλλαγή του ίδιου του κομματικού συστήματος. Από την ακύρωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Η μείωση της εκλογικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ συνδυάζεται με την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης της ελληνικής κοινωνίας που φτάνει δυστυχώς έως τις παρυφές του εκφασισμού.
Ταχθήκαμε προεκλογικά υπέρ της ανάγκης να αποφευχθεί η τεχνητή πόλωση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ και ζητήσαμε να προκύψει Κυβέρνηση εθνικής συνευθύνης. Διατηρήσαμε τις δυνάμεις μας υπό αυτές τις ακραίες συνθήκες. Είναι προφανές ότι το 12,3 % της 17ης Ιουνίου είναι πολιτικά πολύ σημαντικότερο από το ποσοστό μας του Μαΐου.
Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι αυτό που θέλαμε. Δεν προέκυψε φυσικά αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ούτε υπήρχε τέτοια περίπτωση παρά τις προφανείς αδυναμίες του εκλογικού νόμου που παρέχει το περιβόητο bonus των 50 εδρών, ανεξαρτήτως εκλογικού ποσοστού στο πρώτο κόμμα.
Με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα, είπαμε αμέσως ότι στην Κυβέρνηση πρέπει να μετέχουν η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Μόνο αυτό το σχήμα διασφαλίζει κοινωνική συνοχή, εθνική ενότητα, πολιτική συναίνεση και διαπραγματευτική συστράτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε βεβαίως να αρνηθεί. Έσπευσε να επιλέξει την εύκολη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας ταυτοχρόνως ότι όλοι οι άλλοι έχουν υποχρέωση να σχηματίσουν το ταχύτερο κυβέρνηση, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να εφαρμόσουν την πολιτική τους! Αν δεν εφαρμοσθεί η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ τίθεται κατά το ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ θέμα νομιμοποίησης! Κατά την άποψη συνεπώς αυτή, από τις εκλογές νομιμοποιήθηκε μόνο η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που δεν απέκτησε όμως ούτε εκλογική ούτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία!
Παρά το ότι το ύφος τους έγινε μετριοπαθέστερο στην συνέχεια η ουσία παραμένει δυστυχώς η ίδια. Αλαζονική. Ή μάλλον δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά προκλητική. Ομολογούν ότι επενδύουν πολιτικά στην όξυνση της κρίσης. Στην αποτυχία της νέας Κυβέρνησης. Στο αδιέξοδο που έχει κόστος για όλους τους Έλληνες, πρωτίστως όμως για τους πιο αδύναμους.
Η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά πλέον μόνη πρακτική λύση τον σχηματισμό Κυβέρνησης με τη στήριξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Η Κυβέρνηση αυτή, επαναλαμβάνω, ότι πρέπει να σχηματιστεί το ταχύτερο.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέχρι σήμερα το απόγευμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν θα ακολουθήσει τις πρακτικές άλλων. Δεν θα είναι συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση και αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση. Θα στηρίξει την Κυβέρνηση ειλικρινά.
Και θα μετάσχει σε αυτήν με τον τρόπο που είναι ο πιο ωφέλιμος για την αποτελεσματική λειτουργία της και την αξιοπιστία της απέναντι στην ελληνική κοινωνία.
Για να διασφαλιστεί, όμως, η αξιοπιστία της συμμετοχής του ΠΑΣΟΚ πρέπει αυτό που θα κάνουμε μετεκλογικά να αντιστοιχεί στα όσα είπαμε προεκλογικά για τη συμμετοχή στελεχών μας σε κυβερνητικά σχήματα.
Εμείς θεωρούμε -και δικαίως- ότι κάναμε το καλύτερο για τον τόπο. Οι πολίτες όμως στην μεγάλη τους πλειοψηφία εξέφρασαν με πολύ σαφή τρόπο την αντίρρηση τους. Μας αφαίρεσαν δυστυχώς ένα πολύ μεγάλο μέρος της εκλογικής και κοινοβουλευτικής μας δύναμης και αυτό κάτι σημαίνει ως προς τον τρόπο συμμετοχής του ΠΑΣΟΚ, ως δεύτερου και μικρότερου εταίρου, σε ένα συνεργατικό κυβερνητικό σχήμα.
Εσείς ως νέα Κοινοβουλευτική Ομάδα καλείστε να στηρίξετε με την εμπιστοσύνη της τη νέα αυτή κυβέρνηση. Άρα καλείσθε και να εξειδικεύσετε, όπως δικαιούστε δημοκρατικά, τον τρόπο συμμετοχής του ΠΑΣΟΚ.
Το ερώτημα πρακτικά είναι αν το ΠΑΣΟΚ θα μετάσχει με στελέχη του κορυφαία και προβεβλημένα, αναλαμβάνοντας κρίσιμα μετωπικά Υπουργεία ή αν πρέπει να μετάσχει με άλλο τρόπο. Τρόπο σοβαρό, αξιόπιστο, ειλικρινή βεβαίως.
Αλλά όχι σαν να μην έχει μεταβληθεί το εκλογικό και κοινοβουλευτικό του μέγεθος. Σαν να μην βγαίνει από μια μεγάλη πολιτική δοκιμασία η οποία έχει καταστήσει επείγουσα την ανάγκη ανασύστασης της παράταξης. Όχι σαν να σχηματίζεται μια ακόμη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ κάπως μικρότερη και όχι μια κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον αρχηγό της ΝΔ ή στέλεχος της δικής του επιλογής.
Υπάρχουν ορισμένα σημαντικά στελέχη μας που πιστεύουν ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να μετάσχει στην Κυβέρνηση με ό,τι πιο προβεβλημένο διαθέτει από πλευράς στελεχικού δυναμικού. Η άποψη αυτή διαθέτει ισχυρά επιχειρήματα και διαπνέεται από καθαρό ενδιαφέρον για την πορεία του τόπου και για την συνέχιση της εθνικής προσφοράς της παράταξης.
Κανείς από αυτούς που υποστηρίζουν την άποψη αυτή δεν έχει προσωπικό κίνητρο ή κυβερνητικές φιλοδοξίες για τον απλούστατο λόγο ότι πρόκειται για στελέχη μας καταξιωμένα που δεν έχουν ανάγκη από την υπουργική ιδιότητα στην οποία δοκιμάστηκαν με επιτυχία.
Αν όμως η λογική μας είναι η συμμετοχή όλων των βασικών στελεχών μας στην Κυβέρνηση, τότε αυτό θα κορυφωνόταν με τη δική μου συμμετοχή ως αντιπροέδρου και Υπουργού Οικονομικών.
Πιστεύετε ότι αυτό θέλησε το εκλογικό σώμα την Κυριακή ή ότι αυτό βοηθά την κυβέρνηση ή την παράταξη και κυρίως την ανάγκη να τίθεται διαρκώς ο ΣΥΡΙΖΑ προ της υποχρεώσεώς του να μετάσχει στην εθνική διαπραγματευτική ομάδα; Η εκτίμηση μου, αφού στάθμισα όλα τα δεδομένα, είναι πως όχι.
Είναι κατά τη γνώμη μου προφανές ότι τυχόν δική μου άμεση συμμετοχή θα αποδυνάμωνε την πολιτική παρουσία του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, γιατί θα αποδυναμωνόταν ο θεσμικός μου ρόλος, ως Αρχηγού του Κόμματος και στην κοινωνία καθώς θα συνεχιζόταν η ετεροβαρής χρέωση του ΠΑΣΟΚ για κάθε οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Κατά τρόπο ανάλογο, το ίδιο ισχύει και για τα άλλα σημαντικά μας στελέχη που σήκωσαν το τεράστιο βάρος κρίσιμων τομέων του κυβερνητικού έργου τα προηγούμενα χρόνια.
Πιστεύω ότι τα βασικά κυβερνητικά έως τώρα στελέχη μας πρέπει να δώσουν έμφαση στα κοινοβουλευτικά και κομματικά τους καθήκοντα. Πρέπει να συμφιλιωθούμε με τις νέες πολιτικές συνθήκες που ισχύουν και για το ΠΑΣΟΚ σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις επιλογές του λαού.
Έχουμε πάρα πολλά να κάνουμε στη Βουλή με μόνο 33 βουλευτές. Ο καθένας από εσάς σηκώνει τεράστιο βάρος. Η Βουλή είναι το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις που εκφράζουν τη δημαγωγία και το λαϊκισμό, είτε στο όνομα του δήθεν ριζοσπαστισμού, είτε στο όνομα του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και του αυταρχισμού.
Στη Βουλή δοκιμάζεται πολιτικά και κοινωνικά η πειστικότητα της Κυβέρνησης και άρα της στρατηγικής επιλογής να μετάσχουμε σε αυτήν και να τη στηρίξουμε. Στη Βουλή κρίνεται το αποτέλεσμα της προσπάθειας για αναθεώρηση της σύμβασης.
Έχουμε πάρα πολλά να κάνουμε στο Κόμμα, σε σχέση με την ανασύσταση της Παράταξης και τις νέες προγραμματικές επεξεργασίες που χρειαζόμαστε.
Στην Κυβέρνηση μπορούμε να μετάσχουμε με εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα που έχουν τη γνώση και την εμπειρία να διαχειριστούν με επιτυχία τομείς του κυβερνητικού έργου. 16 Υπουργοί συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Ναυτιλίας που πρέπει να ανασυσταθεί και 12 Υφυπουργοί αρκούν για ένα λειτουργικό σχήμα. Θα παρακολουθούμε, θα συνδιαμορφώνουμε και θα στηρίζουμε διαρκώς την πολιτική και τη λειτουργία της Κυβέρνησης.
Η Κυβέρνηση θα κινείται υποχρεωτικά στο πλαίσιο των συμφωνημένων με τα Κόμματα που τη στηρίζουν προγραμματικών της εξαγγελιών. Ο σχηματισμός της Κυβέρνησης θα βασίζεται σε σαφή και έγγραφη προγραμματική συμφωνία, στο πλαίσιο των οκτώ σημείων της επιστολής μου προς τους Αρχηγούς των Κομμάτων για τη διακυβέρνηση εθνικής συνευθύνης και των έξι σημείων που έχουμε προτείνει ως βάση για την αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης.
Η στελέχωση και η λειτουργία της Κυβέρνησης και του κράτους θα διέπεται από κανόνες, την εφαρμογή των οποίων θα ελέγχουμε πολιτικά και θεσμικά. Άξονάς μας θα είναι η νομιμότητα και η αξιοκρατία. Δεν νοείται επανάληψη των πρακτικών του κομματικού κράτους. Δεν θα το επιτρέψουμε.
Η λειτουργία μιας τέτοιου τύπου Κυβέρνησης προϋποθέτει κι άλλη λειτουργία της Βουλής και των Επιτροπών της, με άμεση αναθεώρηση του κανονισμού της Βουλής. Προϋποθέτει επίσης τελείως διαφορετικές πρακτικές ως προς το νομοθετικό έργο και την έκδοση κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης.
Το κρισιμότερο ζήτημα δεν είναι άλλωστε η σύνθεση της Κυβέρνησης, αλλά η εθνική διαπραγματευτική ομάδα, που θα επιδιώξει την καλύτερη δυνατή αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης, ώστε να κρατήσουμε όλο το κεκτημένο. Όλα τα θετικά και να κάνουμε ό,τι πρέπει για να καταπολεμήσουμε την ύφεση και την ανεργία, να φέρουμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και απασχόληση.
Αυτό είναι που καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η Κυβέρνηση και η χώρα. Και αυτό θα κριθεί τις επόμενες εβδομάδες.
Στην πραγματικότητα, το οριστικό προγραμματικό πλαίσιο και η οριστική πολιτική φυσιογνωμία της Κυβέρνησης, εξαρτάται από την έκβαση της προσπάθειας για την αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης: την παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής, τη χρηματοδοτική στήριξη για την νέα μακρύτερη περίοδο προσαρμογής, το οριστικό αναπτυξιακό και κοινωνικό πακέτο που θα συμφωνηθεί. Για να έχουμε βεβαίως ισχυρά επιχειρήματα ως προς τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εισοδηματική πολιτική, πρέπει να είμαστε ως χώρα έτοιμοι να παρουσιάσουμε αποτελέσματα και πρακτικές λύσεις, στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή των διαρθρωτικών αλλαγών και βεβαίως στον τομέα της φορολογικής Διοίκησης και φορολογικής πολιτικής.
Αυτό είναι λοιπόν το κρίσιμο και επείγον ζήτημα που εξαρτάται από χειρισμούς σε υψηλό πολιτικό επίπεδο.
Αφού διαμορφωθεί το πολιτικό πλαίσιο της αναθεώρησης της σύμβασης θα γίνουν οι χειρισμοί σε υπουργικό, υπηρεσιακό και τεχνικό επίπεδο.
Μακάρι να πετύχουμε, ενωμένοι και ψύχραιμοι οι Έλληνες, τα καλύτερα αποτελέσματα στο πλαίσιο του σχεδιασμού που έχουμε κάνει και προτείνουμε να υιοθετηθεί ως εθνική στρατηγική.
Αν γίνει αυτό, μπορούμε να δούμε ξανά και όλα τα θέματα που αφορούν την εφαρμογή της αναθεωρημένης σύμβασης και άρα τη συγκρότηση και τη λειτουργία της Κυβέρνησης.
Στη κρίσιμη αυτή μάχη της εθνικής διαπραγμάτευσης το ΠΑΣΟΚ κι εγώ προσωπικά θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, κινητοποιώντας όλες τις διεθνείς επαφές κυρίως με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, όλη την εμπειρία, όλη τη γνώση, όλο τον σχεδιασμό που έχουμε.
Η άρνηση συμμετοχής του ΣΥΡΙΖΑ στην Κυβέρνηση, δεν θα έπρεπε να εμποδίζει τη συμμετοχή του στην εθνική διαπραγματευτική ομάδα. Δυστυχώς, όμως, το αρνήθηκε και αυτό.
Η δική μας πρόσκληση θα είναι πάντα ανοιχτή, γιατί αυτό επιβάλλει το εθνικό συμφέρον, γιατί αυτό συνιστά εθνική και κοινωνική υποχρέωση όλων των Κομμάτων και κυρίως της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, μιας που ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε για τον εαυτό του αυτόν τον εύκολο και ασφαλή ρόλο.