Το Σύνταγμα της Ελλάδας, μετά την αναθεώρησή του το 1986, προβλέπει την υπηρεσιακή κυβέρνηση (χωρίς να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όρο) μόνο σε μία περίπτωση: όταν κανένα κόμμα δεν κατορθώνει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε μετά από εκλογές είτε μετά την απαλλαγή της προηγούμενης κυβέρνησης από τα καθήκοντά της λόγω παραίτησής της ή απόσυρσης της εμπιστοσύνης της Βουλής, όπως αναφέρει το el.wikipedia.org.
Αν κανένα κόμμα δεν μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος, επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών και διαλύει τη Βουλή.
Αν ούτε αυτό καταστεί δυνατόν, τότε αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Βουλή. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ποιον θα διορίσει πρωθυπουργό ανάμεσα στους Προέδρους των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, με γνώμονα πάντα την όσο το δυνατόν ευρύτερη αποδοχή του.
Τελευταίος Έλληνας υπηρεσιακός πρωθυπουργός ήταν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Γρίβας , για την περίοδο από 12 Οκτωβρίου μέχρι 23 Νοεμβρίου 1989, ο οποίος διορίστηκε ύστερα από την παραίτηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη, προκειμένου να διεξαχθούν οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1989.
Υπηρεσιακή κυβέρνηση ονομάζεται η κυβέρνηση που δεν έχει εκλεγεί ούτε έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αλλά έχει αναλάβει προσωρινά, με το σκοπό να διενεργήσει βουλευτικές εκλογές, και κατά κανόνα δεν αποτελείται από πολιτικούς. Συνήθως τοποθετείται όταν η εκλεγμένη κυβέρνηση έχει εξαντλήσει τη θητεία της ή έχει χάσει την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, οπότε ορίζεται για να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές.
Στην Ελλάδα συνηθιζόταν μέχρι και τη δεκαετία του 1960 λίγο πριν τις εκλογές να παραιτείται ο πρωθυπουργός και να αναλαμβάνει υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές.
Σκοπός ήταν να εξασφαλισθεί ότι ο απερχόμενος πρωθυπουργός δε θα χρησιμοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό για να επηρεάσει τις εκλογές και ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν με διαφάνεια υπό την εποπτεία ενός ανώτατου δικαστικού.
Παραδείγματα τέτοιων κυβερνήσεων αποτελούν η κυβέρνηση Δ. Κιουσόπουλου το 1952 και η κυβέρνηση Σ. μαυρομιχάλη το 1963. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και η παραίτηση του πρωθυπουργού πριν τις εκλογές για να αναλάβει υπηρεσιακός πρωθυπουργός δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωτική. Κάποιοι το θεωρούν συνταγματικό έθιμο.
Θεωρείται όμως δείγμα ανωριμότητας της δημοκρατίας και δυσπιστίας στην πολιτική και στους πολιτικούς και έχει τις ρίζες του σε παλαιότερες εποχές, όπου οι εκλογές κάθε άλλο παρά αδιάβλητες ήταν.
Για τους λόγους αυτούς η πρακτική έχει εγκαταλειφθεί μετά τη Μεταπολίτευση και ο απερχόμενος πρωθυπουργός παραμένει στο αξίωμα μέχρι να σχηματίσει ο ίδιος ή ο νέος πρωθυπουργός νέα κυβέρνηση με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών. Είθισται μόνο να τοποθετούνται μεμονωμένα υπηρεσιακοί υπουργοί σε κρίσιμα για τις εκλογές υπουργεία, όπως τα Υπουργεία Εσωτερικών και Τύπου.