Ένας μονόλογος του Βασίλη Κατσικονούρη με την Άννα Παναγιωτοπούλου σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια που έρχεται από την ίδια περίοδο που γράφτηκε «Το Γάλα». (Με την ίδια δύναμη, την ίδια λαχτάρα για ζωή, την ίδια συντριβή από την ακύρωσή της) και παρουσιάζεται μετά τη μεγάλη περσινή επιτυχία για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Δήμητρης Χορν.

Μια γυναίκα, νύχτα, έξω από το κουβούκλιο του φρουρού στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία του Συντάγματος. Μέσα εκεί, για να προφυλαχτεί από τη βροχή, στέκεται ο εύζωνος στρατιώτης. Είναι ο γιος της. Η γυναίκα τού μιλάει. Είναι η μόνη της ευκαιρία. Πάντα, όποτε προσπαθούσε να του μιλήσει, αυτός έφευγε. Άρπαζε το μπουφάν του της Χάρλεϊ κι ορμούσε έξω στο δρόμο.

Απόψε όμως, σκοπός ακίνητος κι αμίλητος στο μνημείο-μνήμα, δε μπορεί να φύγει. Είναι εγκλωβισμένος σ` εκείνο το σημείο καμπής απ` όπου ο καθένας μας περνάει κάποια στιγμή, βγαίνοντας απ’ την ελευθερία του και μπαίνοντας στο πόστο του. Εγκλωβισμένος σ` αυτήν ακριβώς τη στιγμή, όπου η πέτρα που κυλάει καλείται να σταματήσει ήσυχα ήσυχα σε μια γωνιά και να χορταριάσει. Θέλει δε θέλει, σ` αυτό το σημείο βρίσκεται τώρα. Θέλει δε θέλει, ακούει τη μάνα του τώρα. Κι αυτή θα του μιλήσει. Όχι τόσο για να νουθετήσει, να γκρινιάξει, να κάνει κήρυγμα, ή να κλαφτεί, «σα μάνα». Θα μιλήσει μόνο. «Σαν κοπέλα». Και θα του τα πει όλα.

Για τη γκρίζα, θαμπή ζωή της, πώς, ξεκινώντας από τα καπνοχώραφα της Μακεδονίας στις αρχές της δεκαετίας του `60, και φτάνοντας στην Αθήνα του σήμερα, της ξέφυγε στη διαδρομή. Για την πολύχρωμη, κι όμως πάλι θαμπή ζωή των νέων παιδιών εδώ, τώρα, πώς παρόμοια βλέπει να ξεγλιστράει μέσα και από τα δικά τους χέρια. Για τη ζωή που ξεκινάει σαν ένα υπέρλαμπρο θαύμα και σύντομα καταλήγει στον κλαυσίγελο του «Πάλι καλά».
Είναι κωμική, όπως οι περισσότερες Ελληνίδες μάνες. Ματαιωμένη, όπως πολλές Ελληνίδες γυναίκες. Τραγική. Όπως όλοι μας.

Στο «Μπουφάν της χάρλεϊ», το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, πρωταγωνιστεί η Άννα Παναγιωτοπούλου.