Κατά τις ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο του Ιερού του Ποσειδώνα στον Πόρο, μερικά από τα αντικείμενα που ήρθαν στο φως εντός του 2010 ήταν: μεγάλος αριθμός αλιευτικών εργαλείων, υπολειμμάτων θηλαστικών, πουλιών, ψαριών και οστρέων, εκατοντάδες απανθρακωμένα κουκούτσια ελιάς, στάχτες και κάρβουνα από εστίες που εντοπίστηκαν σε κτίριο της ύστερης ελληνιστικής και πρώιμης ρωμαϊκής εποχής στην Καλαυρεία.
Σύμφωνα με το διευθυντή του Σουηδικού Ινστιτούτου, Άρτο Πέντινεν, ο οποίος έκανε την ετήσια παρουσίαση των ανασκαφών που διενεργεί στη χώρα μας το Ινστιτούτο, οι εργασίες στην αρχαία πόλη της Καλαυρείας αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Η Πόλις, ο Θεός και η Θάλασσα».
Στόχος του είναι να δοθεί έμφαση στη θαλασσινή διάσταση ενός σημαντικού ελληνικού ιερού με τη βοήθεια πολλαπλών επιστημονικών προσεγγίσεων και μεθόδων.
Οι ανασκαφές, που διενεργήθηκαν υπό τη διεύθυνση του Σουηδού Πέντινεν, αφορούσαν την Περιοχή Ι, η οποία βρίσκεται κοντά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και σε σημείο έξω από το κυρίως ιερό, το Κτίριο Ε, που είναι στο δυτικότερο άκρο του ναού και το οποίο ερμηνεύτηκε ως το προπύλαιο, μια τομή που είχε ανοιχτεί το 1997 στη δυτική πλευρά του περιβόλου του ιερού και μία δεξαμενή.
Η ανακάλυψη μεγάλου αριθμού ευρημάτων σε κτίριο της Περιοχής Ι που ανήκει στην ύστερη ελληνιστική και πρώιμη ρωμαϊκή εποχή απηχούν την αλλαγή χρήσης του ή της κοινωνικής θέσης των κατοίκων του, ενώ σημαντικά κατάλοιπα ενός προγενέστερου κτιρίου που βρέθηκαν κάτω από τα ελληνιστικά στρώματα υποδεικνύουν ότι οι έρευνες θα πρέπει να συνεχιστούν.
Περισσότερες έρευνες θα πρέπει να γίνουν και στο Κτίριο Ε, που ανήκει στα τέλη του 6ου αιώνα και όχι στην ύστερη κλασική περίοδο όπως είχε αρχικά προταθεί, ενώ στον ίδιο χώρο αποκαλύφθηκε κι ένας αρχαιότερος τοίχος με ελαφρώς διαφορετικό προσανατολισμό που φαίνεται να χρονολογείται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ.
Ένα διπλωμένο μεταλλικό αγγείο και τρεις μικροί χρυσοί δίσκοι, πιθανόν κοσμήματα ή διακοσμητικά ενδυμάτων, ήταν από τα σημαντικότερα ευρήματα που βρέθηκαν στην τομή του 1997, όπου κάτω από ένα παχύ στρώμα μπαζών της αρχαϊκής εποχής αποκαλύφθηκε ένα κτίριο με πολλούς χώρους ή τμήματα δύο κτιρίων ελαφρώς διαφορετικής χρονολόγησης.
Τα ευρήματα μαρτυρούν ότι πρόκειται για τα κατάλοιπα ενός βραχύβιου οικισμού που χτίστηκε μετά την κατάρρευση της μυκηναϊκής ανακτορικής κοινωνίας, ενώ αναμένονται τα αποτελέσματα ειδικών αρχαιολογικών αναλύσεων για να δώσουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες ζωής στον Πόρο κατά το τέλος της Εποχής του Χαλκού.
Τέλος, η ανασκαφή της δεξαμενής οδήγησε στην ανεύρεση του πυθμένα της, σε βάθος 4,5 μ. κάτω από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Το κυλινδρικό της όρυγμα έχει διάμετρο περίπου 0,80 μ. και φέρει επίχρισμα. Στον πυθμένα βρέθηκαν κεραμίδια στέγης, οστά και όστρεα, που υποδηλώνουν ότι η δεξαμενή εγκαταλείφθηκε κάπου στα μέσα του 1ου αιώνα π. Χ., καθώς και μια σήραγγα, ύψους 1,6μ-1,8 μ. και πλάτους 0,55-0,65μ., που οδηγεί σε μια άλλη δεξαμενή, η οποία βρίσκεται στα ανατολικά και ανασκάφτηκε το 2004-2005.