Ποια είναι η γεύση που μένει τελικά μετά από μια τολμηρή επίσκεψη σε ένα τόπο που βιώνει την ένταση του πολέμου. Ο Κώστας Μητσάκης ολοκλήρωσε το ταξίδι του στο Ιράκ και αφηγείται στο newspbeast.gr τις περιπέτειές του, αλλά και τη ζεστή υποδοχή που του έτυχε.
Μετά την Ερμπίλ, η πόλη Σουλεϊμανίγια θα αποτελούσε τον επόμενο προορισμό μου στο βορειοανατολικό Ιράκ. Επέλεξα να οδηγήσω την μαύρη ΚΤΜ 1050 στην διαδρομή Erbil-Shaqlawa-Dokan-Sulaymaniyah (180 χλμ.), που σύμφωνα με τις συμβουλές των ντόπιων ήταν μια αρκετά ασφαλής –όσο και πανέμορφη– ορεινή διαδρομή.
Και τελικά ξεκίνησα, κάτω όμως από άστατες καιρικές συνθήκες. Επιβλητικές οι γρανιτένιες βουνοκορφές, πολλά τα μπλόκα καθοδόν, επίμονες οι ερωτήσεις των στρατιωτών, αυστηρός ο έλεγχος των αποσκευών, οι οποίες ανοίχτηκαν σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις.
Η λίμνη Dokan ήταν μια υπέροχη καρτ-ποστάλ, που αποθανάτισα με πολλά φωτογραφικά κλικ. Αυτή όμως η ενέργειά μου, οδήγησε στην σύλληψη και στην προσαγωγή μου στο κτίριο της κεντρικής στρατιωτικής διοίκησης της πόλης Dokan.
Με την βοήθεια ενός ντόπιου που ήξερε αγγλικά –κι ο οποίος, σημειωτέον, είχε ζήσει για έναν χρόνο στην Ελλάδα– εξήγησα στον υψηλόβαθμο διοικητή τον λόγο της παρουσίας μου στην περιοχή της λίμνης (…όχι κύριε διοικητά, δεν είμαι κατάσκοπος, τουρίστας είμαι!).
Ο ίδιος εξέτασε προσεκτικά όλες τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει εκεί, ενώ για καλή μου τύχη δεν είχα φωτογραφίσει το κοντινό υδροηλεκτρικό φράγμα…
Στην Σουλεϊμανίγια φιλοξενήθηκα από τον Χασάν, που ανταμωθήκαμε σ’ ένα βενζινάδικο, στην είσοδο της πόλης. Με την αναφορά της καταγωγής μου, η πρόσκληση ήρθε αμέσως: «Εσείς οι Έλληνες είστε φίλοι μας, θα κοιμηθείς σπίτι μου…».
Με τον Χασάν ξεναγό, μέσα στις επόμενες δυο μέρες γνώρισα την πόλη της Σουλεϊμανίγια, που ιδρύθηκε το 1784 από τον Ιμπραήμ Πασά Μπαμπάν. Περιβάλλεται από βουνά και προσφέρει σήμερα στέγη σε περίπου 790.000 κατοίκους.
Ύψιστο σημείο αναφοράς της παρουσίας μου στην Σουλεϊμανίγια αποτέλεσε η επίσκεψη στο Μουσείο «Amna Suraka», που στεγαζόταν στις κτιριακές εγκαταστάσεις του πρώην στρατιωτικού διοικητηρίου της πόλης (επί εποχής Σαντάμ Χουσεΐν) και ήταν αφιερωμένο στον απελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων μαχητών.
Με το αυτοκίνητο του Χασάν μεταβήκαμε επίσης στην κωμόπολη Halabja (80 χλμ. νότια), εκεί όπου στις 16/3/1988 ο Σαντάμ Χουσείν εξαπέλυσε επίθεση με χημικά εναντίον των Κούρδων της περιοχής, με αποτέλεσμα τον θάνατο 6.800 ατόμων – τα περισσότερα ήταν άμαχοι.
Η επίθεση στην Halabja ήταν ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα πολέμου που διέπραξε ο Ιρακινός δικτάτορας, ενώ ιδιαίτερα υποβλητικό ήταν το μνημείο που είχε ανεγερθεί στον χώρο και ήταν αφιερωμένο στην μνήμη των θυμάτων.
Η πόλη Κιρκούκ (110 χλμ. δυτικά της Σουλεϊμανίγια) ήταν ο επόμενος –και τελευταίος– αστικός προορισμός μου. Στην κοντινή Βαγδάτη δεν σκόπευα να μεταβώ. Η ιρακινή πρωτεύουσα μού ήταν γνώριμη, καθώς την είχα επισκεφθεί δυο φορές στο παρελθόν με μοτοσυκλέτα.
Πορεία λοιπόν για το Κιρκούκ, την πόλη που είχε κτυπηθεί περισσότερο από τους Τζιχαντιστές μέσα στο τελευταίο εξάμηνο. Αρκετά εξονυχιστικός υπήρξε ο έλεγχος στο στρατιωτικό μπλόκο στην είσοδο της πόλης, ενώ στο κέντρο του Κιρκούκ αρκετά κτίρια έφεραν τα σημάδια των σφοδρών μαχών που είχαν διεξαχθεί πρόσφατα.
Η τελευταία επίθεση των Τζιχαντιστών στην πόλη είχε πραγματοποιηθεί πριν από περίπου 3 μήνες (στα μέσα Φεβρουαρίου 2017), όταν 15 μαχητές του ISIS επιτέθηκαν μ’ ένα παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο στο κτίριο της στρατιωτικής διοίκησης του Κιρκούκ.
Για δυο μέρες το κέντρο του Κιρκούκ είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης, καθώς οι Ιρακινοί στρατιώτες μάχονταν κυριολεκτικά σώμα με σώμα για να εξοντώσουν τους Τζιχαντιστές.
Η απρόσμενη παρουσία της μαύρης μοτοσυκλέτας στο κέντρο της πόλης και η προσπάθειά μου να αποτυπώσω με τον φωτογραφικό φακό τα σημάδια των πρόσφατων εχθροπραξιών, μοιραία προκάλεσε ολόγυρά μου μια ευχάριστη αναστάτωση.
Η αναφορά της εθνικής μου καταγωγής μόνο λόγια συμπάθειας «γεννούσε» από τους ντόπιους, που με άπλετα χαμόγελα καρδιάς καλωσόριζαν τον Έλληνα ταξιδιώτη στην πόλη τους.
Ο Σιρουάν ήταν ένας από τους πολλούς που προσφέρθηκαν να με τιμήσουν μ’ ένα φλιτζάνι τσάι. Με προθυμία αποδέχτηκα την πρόσκλησή του (πώς να του το αρνηθώ άλλωστε;), ενώ μέσα από τα μάτια του συνομήλικου Ιρακινού μπόρεσα να αντικρίσω και να ανακαλύψω το δικό του, «λαβωμένο» Κιρκούκ.
Ο ίδιος, μάλιστα, δεν δίστασε να με ξεναγήσει και στην προσωπική του ζωή. Παντρεμένος με δυο παιδιά, ο Σιρουάν (Κούρδος στην καταγωγή και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα) ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τα δυο αδέλφια του, που πολεμούσαν ενάντια των Τζιχαντιστών.
Ο ένας μαχόταν στην Μοσούλη και ο άλλος στην Βόρεια Συρία: «Δεν θα επιτρέψουμε σ’ αυτά τα φανατισμένα σκυλιά να μας πάρουν τη γη και να μας κόψουν τον λαιμό σαν αρνιά. Είναι θέμα τιμής για μας τους Κούρδους να εξοντώσουμε όλους τους Τζιχαντιστές, τόσο στο Ιράκ, όσο και στην Συρία…». Τα παραπάνω λόγια του Σιρουάν στριφογύριζαν επίμονα στο μυαλό μου, όταν μετά από τρείς μέρες περίμενα στις ιρακινές συνοριακές εγκαταστάσεις να παραλάβω το διαβατήριό μου και να αποχαιρετήσω την χώρα της Μεσοποταμίας με προορισμό την Τουρκία.
Τελευταίες στιγμές μου στο Ιράκ, τελευταίες αναμνήσεις από έναν συναρπαστικό, όσο και πολύπαθο τόπο. Μακάρι την επόμενη φορά που θα έρθω εδώ να βασιλεύει μόνο η ειρήνη και η χαρά της ζωής.
Όχι άλλο πόλεμο, αίμα και καταστροφή. Φτάνει πια….
Θανάσης Χούντρας