Η ελληνική οικονομία και οι χρηματιστηριακοί δείκτες της Αθήνας βρίσκονται σε ανοδική πορεία. «Από την αρχή του έτους, ο δείκτης της Αθήνας Athex έχει σημειώσει άνοδο άνω του 44%, ξεπερνώντας ακόμη και τον αμερικανικό δείκτη Nasdaq», γράφει η Süddeutsche Zeitung, όπως αναφέρει η Deutsche Welle.
«Το ασφάλιστρο κινδύνου για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα είναι επιπλέον χαμηλότερο τώρα από εκείνο των ιταλικών κρατικών ομολόγων που θεωρούνται πιο υγιή. “Η Ελλάδα είναι έτοιμη να εισέλθει σε μια χρυσή εποχή“, λέει ο διαχειριστής κεφαλαίων Μάλκολμ Ντόρσον της αμερικανικής επενδυτικής εταιρείας Global X. Αντί να στοιχηματίζουν εναντίον της χώρας, οι επαγγελματίες του χρηματοπιστωτικού τομέα τώρα ποντάρουν σε αυτήν», προσθέτει η Süddeutsche Zeitung.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά από την περίοδο της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, όταν η Ελλάδα βρέθηκε σχεδόν εκτός ευρώ. «Το 2021 και το 2022, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8% και 6% αντιστοίχως. Ακόμη και φέτος, με ανάπτυξη άνω του 2%, αναμένεται να αναπτυχθεί δύο φορές πιο δυναμικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ταυτοχρόνως, ενώ η Ιταλία εξακολουθεί να διαφωνεί με τις Βρυξέλλες για τον τρόπο αξιοποίησης των κονδυλίων της Ε.Ε. για την πράσινη και καινοτόμο ανάπτυξη, η Ελλάδα έχει ήδη αντλήσει 30 δισεκατομμύρια ευρώ που θα δαπανηθούν σε εκατοντάδες έργα, όπως στην επέκταση του μετρό στην Αττική, την εγχώρια παραγωγή υδρογόνου και την κατασκευή του αεροδρομίου στο Καστέλι της Κρήτης».
Η εφημερίδα του Μονάχου εξηγεί ακόμη πώς τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους καθιστούν ελκυστική την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων: «Το επίπεδο χρέους στην Ελλάδα δεν υπερβαίνει πλέον το 200% της οικονομικής παραγωγής, αλλά έχει μειωθεί στο 171%. Όμως, ακόμη και αυτό το βουνό χρέους βρίσκεται κατά τα 3/4 περίπου σε χέρια δημοσίων πιστωτών, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Επιπλέον, ο δείκτης χρέους είναι πιθανό να μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια».
Εν αναμονή του προβιβασμού στην επενδυτική βαθμίδα
Την ίδια στιγμή, όπως αποδείχθηκε και κατά την πανδημία, «ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αντιμετωπίζει τις δυσκίνητες διαδικασίες έγκρισης, την υπερβολική γραφειοκρατία και τους ελάχιστα διαφανείς κανονισμούς. Παραμένει γεγονός ότι η ανεργία εξακολουθεί να είναι υψηλή, ο κατώτατος μισθός χαμηλός και η οικονομία είναι εξαρτημένη από τον τουρισμό και τις κατασκευές. Ωστόσο, πολλοί επενδυτές ομολόγων έχουν τώρα μια πολύ συγκεκριμένη ελπίδα: στοιχηματίζουν εδώ και εβδομάδες ότι τουλάχιστον ορισμένοι οίκοι αξιολόγησης πιθανώς θα χαρακτηρίσουν τη χώρα ως “επενδυτικά αξιόλογη”. Μόλις οι οίκοι αξιολόγησης εκδώσουν την ετυμηγορία τους για τα ομόλογα, η χώρα θα μπορούσε να αναβαθμιστεί ξανά από την ομάδα των αναδυόμενων οικονομιών στα ανεπτυγμένα χρηματιστηριακά κράτη».
Η SZ καταλήγει, τέλος, πως «υπάρχουν και ορισμένοι, όπως ο χρηματιστής Νίκος Χρυσοχοΐδης που παραμένουν συγκρατημένοι. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει στη μεταρρυθμιστική της πορεία. “Η χώρα έχει γίνει πιο σοβαρή μετά την κρίση”, λέει ο χρηματιστής. Πιο σοβαρή λόγω των στερήσεων, πιο σοβαρή στην πολιτική της, πιο σοβαρή και στο χρηματιστήριο. Είναι ακόμα λίγο ασυνήθιστη συνθήκη, λέει ο Χρυσοχοΐδης. Όμως εκτιμά πως αυτή η νέα σοβαρότητα ταιριάζει στη χώρα».
«Υπερτουρισμός» στη Σαντορίνη και τη Μύκονο;
Μετά τη λήξη της πανδημίας, οι αφίξεις τουριστών αυξάνονται ολοένα και περισσότερο. Ωστόσο, ορισμένα από τα πιο δημοφιλή νησιά, όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος, αντιμετωπίζουν πλέον προβλήματα λόγω του «υπερτουρισμού». Όπως αναφέρει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, «στη Σαντορίνη, οι κάτοικοι της Οίας κρεμούν σε πολλά σοκάκια πινακίδες με την επιγραφή “Respect”, παρακαλώντας τους τουρίστες να σεβαστούν το χωριό. Όμως, ελάχιστοι δίνουν σημασία.
Πριν από 70 χρόνια, η Σαντορίνη ήταν ένα από τα φτωχότερα νησιά του Αιγαίου, όμως στη συνέχεια ήρθαν οι παραθεριστές. Σήμερα η Σαντορίνη είναι κάτι σαν ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού. […] Ο τουρισμός έχει κάνει τη Σαντορίνη πλούσια, όμως υπάρχουν μειονεκτήματα: κυκλοφοριακή συμφόρηση στους στενούς δρόμους και ξεχειλισμένες χωματερές. Η παροχή νερού και το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας φτάνουν συνεχώς στα όριά τους το καλοκαίρι.
Η Σαντορίνη δέχεται τις περισσότερες επισκέψεις από κρουαζιερόπλοια από κάθε άλλο νησί. Πέρυσι υπήρξαν 686 αφίξεις, 94 περισσότερες από το έτος ρεκόρ 2019. Όταν το 2018, ο τότε δήμαρχος του νησιού επεδίωξε να περιορίσει τον αριθμό των επισκεπτών κρουαζιερόπλοιων, σε 8.000 ημερησίως, την επόμενη χρονιά έχασε τις εκλογές».
Στη δεύτερη θέση στις επισκέψεις από κρουαζιερόπλοια βρίσκεται η Μύκονος, την οποία μπορεί να επισκεφθούν ακόμη και 25.000 επιβάτες σε μία ημέρα. «Όμως αυτοί οι επισκέπτες δεν φέρνουν πολλά χρήματα: “Οι περισσότεροι δεν αγοράζουν ούτε μια καρτ ποστάλ”, παραπονιέται ένας έμπορος αναμνηστικών στο λιμάνι. “Το νησί μας είναι απλώς ένα σκηνικό γι’ αυτούς”. Στη Μύκονο υπάρχουν, επίσης, εδώ και χρόνια, σκέψεις για τον περιορισμό των επισκεπτών, δίχως όμως να έχει υποστηριχθεί ευρέως κάποια πρόταση. […] Ίσως βέβαια η αγορά να αυτορυθμίζεται διότι ενώ η Ελλάδα οδεύει προς νέο ρεκόρ επισκεπτών, ο αριθμός των επισκεπτών στη Σαντορίνη μειώθηκε κατά 5% το πρώτο εξάμηνο του έτους συγκριτικά με το 2022. Στη Μύκονο, η αντίστοιχη πτώση έφτασε το 18%».