Η διάσημη στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου βρέθηκε καλεσμένη στην εκπομπή «Στο Κέντρο» που μεταδόθηκε το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης (11/4) από την ΕΡΤ.
Μιλώντας στο δημοσιογράφο Γιώργο Κουβαρά άνοιξε την καρδιά της σε μια σπάνια συνέντευξή της. «Το τραγούδι ήταν κάτι που με μάγευε από πολύ μικρό παιδί, όπου δηλαδή υπήρχε ένα τζουκ μποξ, ένα πικάπ, το ραδιοφωνάκι, αργότερα πολύ τα κασετόφωνα και οι κασέτες, το αυτί μου στρεφόταν εκεί. Ό,τι είδος μουσικής κι αν ήταν. Και ελληνικά και ξένα από τα ξαδέρφια μου, με μάγευε το τραγούδι. Είχα μια μητέρα που είχε πολύ ωραία φωνή που μου ήταν πολύ ευχάριστο να την ακούω να τραγουδάει και το σόι της όλο», τόνισε.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς άρχισε να γράφει στίχους. «Έγινε κάτι πολύ κωμικό. Δηλαδή πριν τελειώσω το δημοτικό σχολείο μας βάλανε μια έκθεση “πώς περάσαμε σε μια εκδρομή”. Εγώ δεν ξέρω πώς μου προέκυψε εκείνη την ώρα και αντί να γράψω έκθεση έγραψα ένα μεγάλο έμμετρο. Δύο σελίδες. Το θέμα αυτό της εκδρομής και με κωμικά στοιχεία και όλα μαζί και με ομοιοκαταληξία. Με σήκωσε η δασκάλα να το διαβάσω γιατί της φάνηκε τρομερά παράδοξο αυτό. Άρα το πρώτο ίχνος ότι κάτι υπήρχε ήταν εκεί 5η-6η δημοτικού. Από 12-13 ετών άρχισα να γράφω».
«Το να γράφω με έσωζε»
Στη συνέχεια εμβάθυνε για το τί σημαίνει για την ίδια το να γράφει τραγούδια και ποια ανάγκη της καλύπτει αυτή η δραστηριότητα. «Η μοναχικότητά σου σε οδηγεί σε έκφραση γιατί χρειάζεσαι να καθρεφτίσεις τον εσωτερικό σου κόσμο και κατοπινά όσο περνά ο καιρός οφείλεις να κλείνεσαι για να μπορείς να έχεις αυτή τη συνθήκη της απόλυτης σιωπής. Να έχεις πολλή ώρα μπροστά σου, να αφήσεις το νου σου να καλπάσει, να πάει σε άπιαστα και άγνωστα μέρη. Αλλά το καταπληκτικό είναι το εξής ότι εγώ στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας έπαιζα όλη μέρα. Δηλαδή ήμουνα πολύ ας πούμε εξωστρεφής να σας το πω. Δηλαδή έπαιρνα τις βόλτες με το ποδήλατό μου. Χαιρετούρες έπιανα την κουβέντα και αυτά. Όταν μπήκα στην εφηβεία αυτό άρχισε και άλλαζε. Άρα το να γράφω με έσωζε», τόνισε.
Η γνωριμία με τον Κραουνάκη στην Πάντειο
«Χαιρόμουν που ήμουνα στην Πάντειο», είπε ακολούθως μιλώντας για τη γνωριμία της με τον Σταμάτη Κραουνάκη, «γιατί ήταν η πιο φρέσκια σχολή και επίσης δεν ήξερες τι θα γίνεις. Αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ εμένα το να μην ξέρω τι θέλω να γίνω. Οπότε πήρα τα χαρτιά μου να πάω να κάνω την εγγραφή. Και στον όροφο που ήταν η γραμματεία ήταν και το αμφιθέατρο. Εγώ με το που πήρα τη σειρά μου ας πούμε να δώσω τα χαρτιά μου, άκουσα μια μελωδία στο πιάνο αλλά μια μελωδία που δεν ήξερα. Δεν άκουσα μια μουσική που να την αναγνωρίζω, οπότε στάθηκα εκεί. Έσπρωξα την πόρτα. Και στο βάθος της αίθουσας ήταν ένα πιάνο και ένα σγουρομάλλικο αγόρι και έπαιζε μόνος του δεν ήταν άλλος μέσα. Έμεινα πέντε λεπτά και εκεί μου άρεσε αυτό που άκουγα. Έκλεισα την πόρτα, πήγα στη γραμματεία, έδωσα τα χαρτιά μου και μετά κατέβηκα. Είχε ένα καφέ της σχολής, δηλαδή το κυλικείο κλπ. Πήρα το καφεδάκι μου εκεί, να δω και πώς είναι η σχολή και όλα αυτά. Και μετά από λίγο ακούω ένα τρανταχτό γέλιο. Και περνάνε δύο αγόρια και ο ένας από τους δυο ήταν ο Κραουνάκης.
Όταν απομακρύνθηκαν, ρώτησα τον άνθρωπο στο καφενείο “Μήπως ξέρετε ποια είναι αυτά τα παιδιά που πέρασαν;” και μου λέει: “Τον ένα τον ξέρω. Είναι ο Κραουνάκης”. Αυτό ήταν».
«Έγραψα το Μαμά γερνάω στα 33 μου»
«Ήταν ένα θέμα αρκετά δύσκολο και παραμένει ένα δύσκολο θέμα, αλλά με την προτροπή τότε της Τάνιας Τσανακλίδου γιατί είχε χάσει τη μητέρα της, με βασάνισε αρκετά το πώς θα καταπιαστώ με ένα τέτοιο θέμα. Επειδή πάντοτε είμαι μαχήτρια, όταν βάζω ένα στόχο δηλαδή θέλω να ανεβάζω τον πήχη, δεν το βιάστηκα αυτό δηλαδή το άφηνα μέσα μου να ωριμάζει αλλά πιστεύω αν με ρωτάτε ο άνθρωπος ξέρει πότε τελειώνει η νεότητα και αρχίζει η ενηλικίωση. Ακόμα είπε ότι «ο χρόνος που περνάει δεν με πονάει καθόλου, αρκεί να μη με πονάει το σώμα».
«Κρίμα που δεν πρόλαβα τον Μανο Λοΐζο»
«Κρίμα που δεν πρόλαβα τον Μάνο Λοΐζο», είπε σε άλλο σημείο της συζήτησής της με τον Γιώργο Κουβαρά. «Ήμουν τυχερή και όλους τους άλλους με ένα τρόπο τους πρόλαβα. Ακόμα με τίμησαν ο Μίκης Θεοδωράκης που πρόλαβα να γράψω τραγούδια μαζί του και μετά το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Ο γιος ο Γιώργος, μού εμπιστεύτηκε να γράψω πάνω σε μουσικές άρα καταλαβαίνετε… Με τον Σταύρο Ξαρχάκο έχω γράψει. Δεν προλάβαμε να καρπίσει με τον Κουγιουμτζή, τον οποίο αγαπούσα και είναι τρομερός συνθέτης, αλλά εν πολλοίς είμαι πώς να σας το πω χορτάτη».
Η συνεργασία με τον Θοδωρή Βουτσικάκη στο Θέατρο Τέχνης
«Το να βρίσκεις στο δρόμο παιδιά νεαρά που να έχουν την ίδια όρεξη με σένα να ψάξουν και πιο πλατιά την υπόθεση τραγούδι είναι πάντοτε κάτι που βοηθά. Δηλαδή σε βάζει να έχεις ξανά ας πούμε μια επιθυμία να γεννήσεις, να δημιουργήσεις. Αυτό το έχω ζήσει με τον Θοδωρή Βουτσικάκη. Αυτός ο χώρος στο Θέατρο Τέχνης στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα είναι τόσο μαγικός χώρος για μένα είναι ένα από τα πιο ωραία θέατρα των Αθηνών. Όταν λοιπόν πιστέψτε με μπορώ να μου δίνουν το πράσινο φως να υπάρχει το τραγούδι στη θεατρική σκηνή. Το τραγούδι, το οποίο για μένα αξιακά είναι κάτι σπουδαίο το ελληνικό τραγούδι και το παγκόσμιο. Αλλά να μπορώ να συνθέτω μια αφήγηση δίωρη και να ακούω το τραγούδι στη σκηνή αυτή με τη σιωπή που έχει πάντα το θέατρο και αυτή την προσήλωση που έχει όμως ο θεατής, ο θεατής του θεάτρου προσηλώνεται στον λόγο. Εδώ λοιπόν τα τραγούδια τα τρία λεπτά είναι σαν μικρά μονόπρακτα».
«Δεν βλέπω τηλεόραση»
«Δεν βλέπω τηλεόραση αλλά αν καμιά φορά τύχει ψάχνοντας εγώ ψηφιακά στο λάπτοπ μου ή στο τάμπλετ κάτι να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, θα κάτσω να το ακούσω» και ξεκαθάρισε ότι δεν θα γινόταν ποτέ κριτής σε ριάλιτι τραγουδιού. Αν υπήρχαν δισκογραφικές δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνουν τα παιδιά στην αρένα, πρόσθεσε.
Τέλος είπε ότι «το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι εναρμονισμένη με τη με την αυθεντικότητά μου, δηλαδή να μη μου σκιάζει τη γαλήνη μου, την εσωτερική τίποτα».