Ο Νίκος Κοκλώνης ήταν καλεσμένος του Ηλία Ψινάκη και της Αννίτας Πάνια στο ανατρεπτικό late night-talk show του τηλεοπτικού σταθμού Mega, «Έλεος!», που προβλήθηκε μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης (21/2). Με διάθεση για εξομολογήσεις άνοιξε ένα «παράθυρο» στην καριέρα του και στην προσωπική του ζωή.
Ο παρουσιαστής του show του Alpha, «Just the 2 of Us», είπε αρχικά: «Δεν πιστεύω στο μάτι αλλά στη γλωσσοφαγιά. Έχω κάτι κακούς που με βλέπουν και λυσσάνε. Νομίζω ότι δεν με γουστάρουν αυτοί που δεν πιστεύουν στον εαυτό τους ότι θα πετύχουν, ενώ ο Κοκλώνης που το κατάφερε και να κάνει την τρέλα του, κάτι δεν πάει καλά».
Συνέχισε δίνοντας λεπτομέρειες για τη δουλειά του ως παραγωγός: «Όταν ένας παραγωγός παίρνει μια δουλειά, έρχεται ένα κανάλι και σου λέει “Πόσα κάνει για να βγαίνει δύο φορές τη βδομάδα; Τόσα”. Άρα τα λεφτά έρχονται από τα κανάλια. Εννοείται στις αρχές τα έβαζα εγώ γιατί αργούσαν τα κανάλια». Υπογράμμισε, δε, πως είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αυτή την στιγμή.
Έπειτα επεκτάθηκε μιλώντας για το πώς άλλαξε επάγγελμα. «Όταν ήμουν μικρός έλεγα ότι θέλω να ξεχωρίσω, δεν μπορούσα να μπω σε καλούπι. Ήθελα να κάνω κάτι μόνος μου. Στο σχολείο το γκραντιλίκι μου ήταν να πάρω ένα καλό παπούτσι. Τα λεφτά ήρθαν ξαφνικά. Ενώ δουλεύω σε μία τράπεζα και παίρνω 1.600 ευρώ αλλά ήταν βαρετή η ζωή μου. Και είμαι σε ένα αεροπλάνο, έχω καψουρευτεί στο Βερολίνο και λέω μία ζωή την έχουμε. Τι θες να κάνεις; Να ταξιδεύεις. Και έκανα ταξιδιωτικό γραφείο, από ‘δω, από εκεί βρίσκω λεφτά και νόμιζα ότι θα είμαι ο καλύτερος ταξιδιωτικός πράκτορας. Κάθομαι γιατί έχω και πείσμα και λέω θα τα καταφέρω αλλά δεν τα κατάφερα. Πώς θα πληρώσω τη ΔΕΗ;».
Ο Γερμανός, η Κινέζα και το ξεμπλοκάρισμα των λογαριασμών
«Γνωρίζω έναν Γερμανό, μου είπε αν πιστεύω στο όνειρό μου και ήθελε 20% έκπτωση και σε 15 μέρες τα κατάφερα. Μου λέει: “Μπορείς να μου φέρεις 2000 εισιτήρια για Γερμανία φθηνότερα;” Τα κατάφερα και έλεγα στα 27 μου “Ποιος μπορεί να συναγωνιστεί μαζί μου;”. Βέβαια εγώ δυστυχισμένος. Ήμουν με ένα κουβά παγωτό και δεν είχα ζωή. Ετοιμάζομαι να μπω στο Χρηματιστήριο και μένω ταπί, μηδέν», δήλωσε.
Και συνέχισε: «Από το μηδέν, φτάνω στο Θεό σε πέντε χρόνια. Περνάω άλλα τρία χρόνια, είμαι μπροστά από μια εκκλησία στο Μανχάταν και αναρωτιέμαι τι θα έχω στα 38. Η στραβή ήταν ότι δεν άκουγα, ήρθαν δίπλα μου άνθρωποι που ήθελαν να δώσω, αλλά δεν έδινα. Ήμουν στο γραφείο μου στο Central Park και λέω “Να πέσω; ή να πλύνω πιάτα στην Αστόρια;”».
«Έχω βρει λεφτά από κάτι Αμερικανούς», είπε και συμπλήρωσε: «Και όπως συζητάω το στόρι αναλυτικά, στο διπλανό τραπέζι είναι κάτι Κινέζοι επενδυτές. Πάω στο γραφείο με μια ημικρανία και μου λέει μια Κινέζα: “Εσύ ήσουν παιδί μου σε προηγούμενη ζωή και εγώ η μάνα σου”. Με βάφτισαν και στα κινέζικα Πεν. Είμαι σε ένα αμάξι που πάμε να φάμε σε εστιατόριο, λέω εγώ “Όλες αυτές τις μ… που έχω πει, πώς θα τις κάνουμε τώρα;”. Μετέφραζαν εκεί, γινόμαστε μπίλιες με τη “μαμά” αλλά τα βρήκαμε. Μετά βρίσκομαι ξανά στο τίποτα».
«Κάθομαι σε ένα σπίτι στη Βουλιαγμένη, ήταν όλα ηλεκτρικά και είχε κοπεί το ρεύμα. Αφού παραδίδω σπίτια, αυτοκίνητα, βρίσκομαι στο μηδέν, μπλοκαρισμένοι λογαριασμοί. Ξαφνικά βρίσκομαι σε μια συζήτηση στο ΣΚΑΪ, λέω την ιστορία για άσχετο λόγο και μου είπαν ότι είμαι καλός για τηλεόραση. Και ήρθε το Celebrity Travel και στέλνω ένα μήνυμα στη “μαμά” όσο ήμουν στο Μανχάταν, κάναμε μια συμφωνία και πήρα κάποια λεφτά. Έτσι ξεμπλόκαραν οι λογαριασμοί και πήρα τα πάνω μου», κατέληξε.