Για τον ξυλοδαρμό που υπέστη πριν από κάποια χρόνια στα Εξάρχεια μίλησε ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ο οποίος ήταν φιλοξενούμενος στην εκπομπή «Μετά τα Μεσάνυχτα» στον Alpha.
«Αν δεις το πρόσωπό μου, η μία πλευρά είναι λίγο πιο διογκωμένη. Είναι ένα “παράσημο” που μου έχει μείνει από εκείνο το βράδυ, μια ελαφρά δυσμορφία που μου την άφησαν. Από το φρύδι μου λείπει ένα μέρος, από το χείλος μου, αν το παρατηρήσεις, σε κάποιο σημείο είναι κομμένο», είπε αρχικά στην Ελεονώρα Μελέτη ο δημοσιογράφος.
Και πρόσθεσε: «Όλα αυτά σου μένουν σωματικά και ψυχικά. Ωστόσο, αυτά που σου μένουν σωματικά είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που σου μένουν ψυχικά. Νομίζω ότι μου πήρε πολλά χρόνια να ξεπεράσω πραγματικά το συγκεκριμένο περιστατικό. Και όταν λέω να το ξεπεράσω πραγματικά, εννοώ να ξαναγίνω ο άνθρωπος που ήμουν πριν από αυτό».
Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος σημείωσε: «Και τι ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε και πρόσεχε τον εαυτό του, δεν ακροβατούσε, τον φρόντιζε ψυχικά και σωματικά και έβαζε όλες του τις δυνάμεις για επιτυχίες και καλύτερα πράγματα. Όταν σου συμβαίνει ένα τέτοιο πράγμα, κλονίζεσαι. Θες να με πεις φλώρο; Αλλά, δεν έχω συνηθίσει να τρώω ξύλο από τρεις τύπους που με κλωτσάνε και με σέρνουν και με στέλνουν στο ΚΑΤ. Δεν ήμουν πιο πριν στο Βιετνάμ, ούτε έχω κάνει πυγμάχος…».
Όπως σημείωσε, «τους αναρχικούς τους σέβομαι. Είμαι διατεθειμένος ως δεξιός και φιλελεύθερος να μιλήσω μαζί τους. Να έχουν τον χώρο τους, να έχουν τις δυνατότητες να στήσουν τα κοινωνικά τους πειράματα. Αλλά, αυτοί είναι παρακρατικοί και πληρωμένοι».
Και περιέγραψε το πώς ήρθε ο ξυλοδαρμός του: «Ήμουν σε ένα μπαρ και έπινα το ποτό μου με μια παρέα. Εμφανίστηκα σε κάτι που θεωρούν δική τους περιοχή. Ήμουν στις παρυφές των Εξαρχείων. Επιστρέφοντας από το μέρος που ήμασταν, πήγα προς το παρκαρισμένο το αυτοκίνητό μου και ένα βήμα πριν μπω, με σήκωσαν στον αέρα και με πέταξαν στο πεζοδρόμιο. Και μου λένε “εσύ δεν είσαι η σερβιέτα του ΣΚΑΪ;”. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα και μετά ξεκίνησε η κλωτσοπατινάδα. Κράνη οι δύο και full face ο άλλος, μπότες και κλωτσίδια».
Για να συνεχίσει: «Ευτυχώς ένας φίλος μου ειδοποίησε και ήρθαν κάποιοι ΜΑΤατζήδες και μετά από λίγο οι… τιμωροί μου με παράτησαν και έφυγαν. Αυτό που έκανα, ήταν να το φέρω όσο πιο ήρεμα μπορούσα στη μητέρα μου».
Τέλος, για το εάν του έδωσε κάποια συμβουλή η μητέρα του, απάντησε: «Υποθέτω ότι η μανούλα μου έχει περάσει έναν Γολγοθά όλα αυτά τα χρόνια και επειδή είναι ευαίσθητη, πρέπει να έχει ταλαιπωρηθεί πολύ. Από την άλλη, είναι και περήφανη για το παιδί της. Διότι μεταξύ του στρατηγού και Ιερολοχίτη παππού και εμού, παρεμβάλλεται εκείνη. Και το γονίδιο του θάρρους μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και αντιλαμβάνεται ότι και ο γιος της δεν μπορεί να μείνει σιωπηλός.