Οι γαστρονομικές ανησυχίες της Ντίνας Νικολάου ξεκίνησαν σε πολύ μικρή ηλικία. Γεννημένη σε μια οικογένεια που η μαγειρική και οι μυρωδιές γέμιζαν το σπίτι κάθε μέρα ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία στο Παρίσι σπουδάζοντας οικονομικά και μάρκετινγκ.

Σύντομα όμως κατάλαβε ότι το πάθος της, είναι η μαγειρική και έτσι άλλαξε πλεύση και ακολούθησε την καρδιά της.

Αυτή την εποχή θα τη βρείτε στο εστιατόριο της, το «Όμικρον», στην Κηφισιά και φυσικά κάθε πρωί στο Star «Η κουζίνα με την Ντίνα».

Τι ακριβώς συνέβη και διεκόπη η συνεργασία σου με το STAR για λίγο … και μετά συνέχισες χωρίς τον Ιωσήφ Μαρινάκη;

Η εκπομπή «Νηστικοί πράκτορες» έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης, δυστυχώς- ας μη γελιόμαστε- η κρίση στα media είναι αποκαρδιωτική και δεν ξέρω πόσοι θα καταφέρουν να βγουν αλώβητοι. Το STAR αποφάσισε να δώσει την εκπομπή σε εξωτερική παραγωγή, ενημερώθηκα εγκαίρως και όλοι μαζί ενώσαμε τις δυνάμεις μας προς αυτήν την κατεύθυνση. Ευχαριστώ το STAR που 3 χρόνια τώρα με εμπιστεύεται και μου δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσω την τέχνη μου. Έτσι τα καταφέραμε να είμαστε πάλι στον αέρα με «καινούργια» εκπομπή και με λίγο διαφορετική δομή.

Θα έπαιρνες μέρος σαν κριτής στο Master chef;

Αν οι οικογενειακές και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις το επέτρεπαν με μεγάλη χαρά. Τρελαίνομαι να είμαι με νέα παιδιά. Η κριτική αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης.

Θα έστελνες τα παιδιά σου, αν είχαν ταλέντο, στο Master chef junior;

Είμαι της άποψης ότι πρέπει όσο γίνεται να προστατέψουμε τα ανήλικα από τις τοξίνες του ανταγωνισμού και του άγχους. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δεν θα έστελνα τα παιδιά μου στο διαγωνισμό αυτό. Πραγματικά θαύμασα τα παιδιά και με εντυπωσίασαν.

Είχαν κατανοήσει απολύτως τους κανόνες της προβολής και όλα ήταν ταλεντάκια. Καμία σχέση με τα παιδιά μου όταν ήταν στην ηλικία αυτών των παιδιών που έφτιαχνα κέικ σοκολάτας για έκπληξη τα πρωινά των Κυριακών και ξεσπούσε στην κουζίνα τρίτος παγκόσμιος πόλεμος.

Ο ανταγωνισμός στη δύσκολη πρωινή ζώνη σας επηρεάζει;

Δεν αισθάνομαι ότι ανταγωνίζομαι τα δυνατά τηλεοπτικά προϊόντα που υπάρχουν εκείνη την ώρα. Θα ήταν τρελό και αποκαρδιωτικό. Εμείς έχουμε μια μαγειρική εκπομπή, πολύ συγκεκριμένη, με προκαθορισμένες δυνατότητες. Μελετώ όμως πολλές φορές την τηλεθέαση στην εκπομπή μου και όχι σε σχέση με τον ανταγωνισμό γιατί έτσι καταφέρνω να συλλέγω στοιχεία για τις προτιμήσεις των τηλεθεατών. Σαφώς και με ενδιαφέρει να έχει απήχηση αυτό που κάνω, αλλιώς θα μαγείρευα μόνο στο σπίτι μου. Το κανάλι βεβαίως έχει τους λόγους του που θέλει την εκπομπή μαγειρικής αυτήν την ώρα και εγώ το σέβομαι και τους εμπιστεύομαι.

Είναι δύσκολο να επιβληθείς στην κουζίνα σου επειδή είσαι γυναίκα;

Ποτέ δεν αντιμετώπισα πρόβλημα επιβολής στις κουζίνες μου. Πάντα με αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Δεν δανείστηκα ποτέ αντρικά πρότυπα. Απλά ήμουν αποφασισμένη και αυτό φαίνονταν. Πάντα δούλευα πιο πολύ από όλους και έτσι δεν άφηνα περιθώρια αμφισβήτησης από τους γύρω μου. Είμαι απαιτητική από την ομάδα μου αλλά πρώτα από όλα είμαι απαιτητική από εμένα. Η επαγγελματική κουζίνα είναι ένας χώρος που δε σηκώνει ψέματα. Ο ανεπαρκής και ο λουφαδόρος αποβάλλεται.

Πότε και πως αποφάσισες να πας στο εξωτερικό, να σπουδάσεις μαγειρική;

Το γεγονός ότι βρέθηκα στο Παρίσι για τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο μάρκετινγκ με έφερε πιο κοντά στο όνειρο μου, αυτό του δημιουργού της γεύσης. Μέχρι τότε λειτουργούσε μέσα μου ερασιτεχνικά. Η επαγγελματική σχέση μου με τη μαγειρική ενισχύθηκε και επηρεάστηκε σαφώς από την παραμονή μου στη Μέκκα της γαστρονομίας που είναι το Παρίσι. Έτσι οι σπουδές στη γαστρονομική σχολή «cordon bleu» του Παρισιού ήρθαν σαν φυσική επιλογή και ανάγκη.

Το ταξίδι μου, η επικοινωνία μου, ο καθρέφτης μου, η εργασία μου, ο δρόμος για να είμαι χρήσιμη στους γύρω μου, ο τρόπος για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου στη ζωή…

Πώς αποφασίσατε να ανοίξετε με την αδελφή σου εστιατόριο στο Παρίσι;

Η οικογένεια του συζύγου της Μαρίας, της αδελφής μου, ήταν θα έλεγα πάντα στο χώρο της εστίασης. Έτσι λοιπόν υπήρχε μια βάση και ένα κουκλίστικο μπιστρό στο Σαν Ζερμαίν στο κέντρο του Παρισιού. Από εμένα και τη Μαρία υπήρχε το όραμα μιας αληθινής ελληνικής κουζίνας μακριά από τα τουριστικά κλισέ που να δίνει στη χώρα μας την αξία που της πρέπει.

Η γαστρονομία είναι πολιτισμός και πολιτισμός είναι Ελλάδα. Με όραμα ξεκινήσαμε το «evi evane» και με όραμα πορευόμαστε, ακόμη και στα δύσκολα, δεν τα παρατάμε και επιμένουμε. Οι γάλλοι μας αγκάλιασαν και μας αγάπησαν, τόσο εμάς όσο και την Ελλάδα μας.

Ο έρωτας περνάει από το στομάχι;

Αληθεύει από την άποψη ότι η μαγειρική είναι ή θα μπορούσε να είναι πράξη προσφοράς και αγάπης;
Όταν αυτός που γεύεται το φαγητό μας, εισπράττει τη φροντίδα, τότε σίγουρα δημιουργούνται αισθήματα και «τρυφερές εξαρτήσεις». Πιστεύω πως στη μαγειρική του καθενός μας αποκωδικοποιείτε ο χαρακτήρας μας και τα θέλω μας. Κάπως έτσι λαμβάνει και ο αποδέκτης τον έρωτα του μάγειρα. Κάπως έτσι ο έρωτας περνά από το στομάχι… το θέμα βεβαίως είναι να μην μείνει εκεί αλλά να προχωρήσει και να θρονιαστεί στη καρδία και στο μυαλό.

Πώς μπήκε στη ζωή σου η τηλεόραση;

Απρόσμενα θα έλεγα. Ήμουν καλεσμένη στον πρωινό καφέ να παρουσιάσω μια συνταγή από το βιβλίο «Δημιουργώντας με φρούτα», ήταν Μάιος πριν 7 χρόνια. Θυμάμαι πως περίμενα αρκετή ώρα γιατί είχαν άλλα θέματα. Έβλεπα πως η ώρα περνούσε και σε 10 λεπτά θα τελείωνε η εκπομπή. Άρχισα να ετοιμάζομαι για να φύγω όταν με πανικό με έβγαλαν να μαγειρέψω τα τελευταία 6 λεπτά. Αγχώθηκα τόσο πολύ, δεν θυμάμαι τίποτα.

Τέλος Ιουνίου, με πήραν τηλέφωνο από την παραγωγή να περάσω από δοκιμαστικό γιατί ήταν σε ανεύρεση μάγειρα για την αντίστοιχη στήλη της εκπομπής. Μετά το δοκιμαστικό επέλεξαν εμένα και εγώ βρέθηκα να μαγειρεύω καθημερινά στο πλευρό της Ελεονώρας …

Πώς ήταν η συνεργασία σου με την Ε. Μελέτη; Τι θυμάσαι από αυτή τη συνεργασία;

Με την Ελεονώρα ήμασταν μαζί τα 2 χρόνια που ήμουνα στο πρωινό καφέ. Χρωστάω πολλά στην Ελεονόρα και στο Στέλιο Αντωνιάδη. Ήταν οι άνθρωποι που πίστεψαν σε μένα από την αρχή και αγάπησαν τη μαγειρική μου. Εκτιμώ την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της Ελεονώρας, θαυμάζω τις αντοχές της και την τηλεοπτική της εικόνα. Μου αρέσει που πατά γερά στη γη και προστατεύει το μυαλό της και τη ψυχή της από τα «ρηχά» και τα «δήθεν».

Θυμάμαι ιδιαίτερα τη δεύτερη χρονιά που ήμασταν στο πρωινό καφέ, την πιο δύσκολη χρονιά, που αρρώστησε, που είχε να αντιμετωπίσει μια απίστευτη «παραφιλολογία», που αισθάνθηκε ίσως ανασφάλεια και αδικία. Και όμως και στα δύσκολα τα κατάφερε μια χαρά και έγινε και πιο δυνατή, χωρίς υστερίες και εντυπωσιασμούς.

Τι σου λέει ο κόσμος στο δρόμο;

Τα κλασικά αγαπημένα: τι θα μαγειρέψουμε Ντίνα σήμερα; θα μας παχύνεις με τις μαγειρικές σου και τέτοια … το καλύτερο βέβαια ήταν από ένα ηλικιωμένο ζευγαράκι στο σούπερ μάρκετ. Μου λέει ο σύζυγος: Αχ βρε Ντίνα μου αν δεν ήμουν παντρεμένος θα σε παντρευόμουν και γυρίζει η σύζυγος και του λέει: δεν πειράζει Γιώργο μου τη Ντίνα μπορούμε να την παντρευτούμε μαζί. Όταν μου λένε πως τους κάνω παρέα σαν να έχουν μια φιλενάδα σπίτι μου αρέσει πολύ. Θέλω να χαλαρώνουν και να λειτουργεί αγχολυτικά η μαγειρική.

Πηγή: www.entertv.gr