Για το ξεκίνημά του στο τραγούδι αλλά και τη γνωριμία με τη σύζυγό του μίλησε ο Γιάννης Πλούταρχος στη Real Life.
«Δεν ξέρω (πώς το πήρα απόφαση). Κανείς δεν ξέρει. Εγώ έμαθα να τραγουδάω στον όργο – όταν δουλεύαμε στα χωράφια. Μπαίναμε μια δεκαριά άτομα στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον, και ο καθένας στην αράδα του, να ξεχορταριάσουμε από τα ζιζάνια τις μπαμπακιές, για να είναι καθαρό το φυτό και να μπορέσει να αναπτυχθεί, όπως έπρεπε. Υπηρέτησα τη γη κανονικά, δεν ήμουν απλά περαστικός. Ώρες, ημέρες, εβδομάδες ολόκληρες κρατούσε η διαδικασία, όλο το καλοκαίρι κάτω από τον ήλιο, με τον κάμπο να βαράει 45 βαθμούς. Ξεκινούσαμε τη δουλειά στις 5 το πρωί, για να μη μας πιάσει αργά το μεσημέρι. Δουλεύαμε σκυμμένοι και σκαλίζαμε τα χώματα. Για να περάσει η ώρα και να ξεχάσουμε την κούραση και τον πόνο της μέσης, ένας, ένας έλεγε από ένα τραγούδι. Έτσι έμαθα να τραγουδάω. Με συνοδεία τα τζιτζίκια και τον ήχο που έκαναν οι τσάπες καθαρίζοντας το χώμα. Ένας, ένας σήκωνε φωνή κι έλεγε το δικό του τραγούδι» είπε ο γνωστός τραγουδιστής για την απόφασή του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι.
Και συμπλήρωσε: «Διδάχτηκα στο “talent show” του κάμπου. Προσπαθούσα να μιμηθώ τον Καζαντζίδη, το Διονυσίου, τον Πάριο ή τους δημοτικούς τραγουδιστές που ακούγαμε στα πανηγύρια. Είχα όμως να αντιμετωπίσω πολύ σκληρούς αντιπάλους- με πρώτους τους γονείς μου που είχαν υπέροχες φωνές, πολύ πιο καλοφτιαγμένες από τη δική μου, με δύσκολα γυρίσματα και έντονη εκφραστικότητα. Άκουγα τον πατέρα μου κι έλεγα: ”Δεν θέλω να τραγουδήσω ξανά άλλη φορά”. Και προσπαθούσα να τον αντιγράψω σε ό,τι έκανε με τη φωνή του στις σπάνιες φορές που τραγουδούσε, διότι ήταν άνθρωπος ντροπαλός. Όταν τραγουδούσε όμως η μάνα μου, όποιος την άκουγε, έβαζε τα κλάματα».
Ο Γιάννης Πλούταρχος, όμως, μίλησε και για τη γνωριμία του με τη σύζυγό του, Μαρία: «Χρειάστηκα τρεις ματιές για να καταλάβω ότι η Μαρία ήταν για μένα: Μια που την είδα, μια που την ερωτεύτηκα και μια που πίστεψα ότι αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου και ο μεγαλύτερος μου έρωτας. Ζούμε μαζί, έχουμε πέντε παιδιά, τα μεγαλώνουμε και είμαστε ένα παραδοσιακό κι ευτυχισμένο αντρόγυνο. Το εύκολο είναι να ακολουθείς τις προσταγές του σώματος, να μπλεχτείς στα πάθη και στα περιστασιακά “θέλω” σου και να τα κάνεις όλα κουρέλι. Αναλογίσου όμως πόσο σημαντικό είναι να μοιράζεσαι όλη σου τη ζωή με τον ίδιο άνθρωπο, να δημιουργείς και να συμπορεύεσαι μαζί του. Αυτό για μένα είναι ροκ. Γνήσιο ροκ της ζωής».