Ο Πάρης της δεκαετίας του ’90: Η άγνωστη ιστορία του ωραίου Τσιγγάνου που κατέκτησε και βίωσε το περιθώριο. Μία από τις πιο μυστηριώδεις φιγούρες της ελληνικής μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’90, ο Πάρης, ο «ωραίος Τσιγγάνος», που πρωτοεμφανίστηκε στο πλευρό της Άννας Βίσση, υπήρξε σύμβολο αρρενωπότητας.
Το πραγματικό του όνομα, Χρήστος Καραγιαννόπουλος, παραμένει άγνωστο για τους περισσότερους, καθώς η Άννα Βίσση του χάρισε το ψευδώνυμο «Πάρης», εμπνευσμένη από την ομορφιά του και τη μυθική μορφή του Πάρη της Τροίας.
Ο Πάρης κρατούσε μυστικό το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής του. Όταν η καριέρα του φάνηκε να καταρρέει, το σώμα του άρχισε να τον προδίδει. Μια σοβαρότατη ασθένεια τον ανάγκασε να δώσει μια μάχη ζωής.
Είχε βρεθεί ένα βήμα πριν από τον θάνατο και χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και θεραπεία, ενώ ούτε η οικογένειά του γνώριζε την αλήθεια για την περιπέτεια της υγείας του! Μάλιστα, η μητέρα του κατέρρευσε όταν έμαθε εκ των υστέρων για την κατάστασή του. Αφού «προσπέρασε» τον θάνατο, έκανε τάμα στην Παναγία και, πιστός στην υπόσχεσή του, ταξίδεψε στην Τήνο για να πάει γονατιστός μέχρι την εικόνα της Μεγαλόχαρης και να Της ανάψει μια λαμπάδα ίσα με το μπόι του!
«Οταν ήμουν μικρός, μια Τσιγγάνα μού έριξε τα χαρτιά. Με κοίταξε στα μάτια και μου μίλησε για κάθε στιγμή της ζωής μου έως σήμερα! Μου είπε ότι θα έχω πολλή δόξα, αλλά όχι χρήμα. Το χρήμα θα έρθει πολύ μετά στη ζωή μου. Ήταν εκείνη, όμως, που μου αποκάλυψε το μεγάλο πρόβλημα υγείας που με έφτασε στο χείλος του θανάτου. Αυτό που με κράτησε μακριά από τον κόσμο όλα αυτά τα χρόνια και ποτέ έως σήμερα δεν το αποκάλυψα: “Θα φτάσεις στον θάνατο και θα ξαναγυρίσεις” μου είπε! Πέρασα κάτι τρομαχτικά σοβαρό! Εφτασα στον θάνατο και σώθηκα! Τώρα είμαι εντελώς καλά» αποκαλύπτει στην εφημερίδα «Espresso» και συνεχίζει: «Έκανα τάμα στην Παναγιά της Τήνου και μόλις με έκανε καλά, πήγα και προσκύνησα στη χάρη Της. Ανέβηκα γονατιστός από το λιμάνι μέχρι την εικόνα της Παναγίας, μπουσουλώντας τη μεγάλη ανηφόρα και τα σκαλοπάτια της εκκλησίας, για να πραγματοποιήσω το τάμα μου και να ανάψω μια λαμπάδα ίσα με το μπόι μου. Και αυτό θέλω να πω σήμερα στον καθέναν. Πίστεψα στον εαυτό μου και στον Θεό, γι’ αυτό σώθηκα. Δεν κλάφτηκα. Δεν το είπα σε κανέναν. Δεν το ήξερε ούτε η μητέρα μου. Έμεινα τρεις εβδομάδες στο νοσοκομείο και έκανα μια πολύ σοβαρή επέμβαση. Θα μπορούσα να πεθάνω. Ωστόσο, έζησα. Τότε μόνο τους είπα την αλήθεια. Η μητέρα μου μαρμάρωσε. Ξέσπασε σε λυγμούς. Εκανε πολύ καιρό να το ξεπεράσει. Σήμερα η ζωή είναι μπροστά μου. Και έχει μόνο φως!» εξομολογείται.
Η εκθαμβωτική του εμφάνιση -μακριά μαλλιά, πρόσωπο Λατίνου και έντονη αρρενωπότητα- τον έκανε το απόλυτο σύμβολο του γοητευτικού και σεξουαλικά απελευθερωμένου άντρα. Το τραγούδι «Μάγκαβα τουτ», ένα ντουέτο με την Άννα Βίσση, σε στίχους και μουσική του Νίκου Καρβέλα, τον εκτόξευσε. Όμως το αστέρι του έσβησε απότομα και συνοδεύτηκε από μια αιφνίδια εξαφάνιση.
Ο ίδιος μίλησε χρόνια αργότερα για την απογοήτευση που τον κράτησε μακριά από τη μουσική: ο δεύτερος δίσκος του δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω υψηλού κόστους παραγωγής και περιορισμένων πόρων. Αυτή η αποτυχία, σε συνδυασμό με τα προσωπικά του προβλήματα, τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη σκηνή.
Ο ίδιος σημείωσε στην εφημερίδα «Espresso»: Στο τραγούδι επέστρεψα εδώ κι έναν χρόνο, γιατί άφησα στη μέση πολλά πράγματα και θέλω να αρχίσω από εκεί που σταμάτησα. Γιατί θέλω να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα και να βοηθήσω πολύ κόσμο. Μου αρέσει να βοηθάω κόσμο, γιατί έτσι γεννήθηκα, αυτά πήρα από τους γονείς μου! Είτε με την καλοσύνη είτε με χρηματική παροχή βοήθειας ή με αγαθά υλικά. Με στενοχωρεί πολύ να βλέπω ανθρώπους στον δρόμο να πεινάνε».
Στη συνέχεια ανέφερε για τη συνεργασία του με την Άννα Βίσση: «Πέρασαν 17 χρόνια από τότε που έγινε η επιτυχία με τη Βίσση! Ο κόσμος με ξέρει ως Πάρη και όχι ως Χρήστο Καραγιαννόπουλο, διότι η Βίσση με βάφτισε “Πάρη”. Και μου είπε “θα είσαι ο ωραίος Πάρης της Τροίας”! Της είπα, τότε, ότι μου αρέσει πολύ το όνομα αυτό, διότι είναι το όνομα του πατέρα μου. Ακόμη είμαι ερωτευμένος με την Άννα. Τελευταία φορά που βρεθήκαμε, με ανέβασε πάνω στην πίστα, τραγούδησα και τώρα θέλω να της κάνω έκπληξη τον χειμώνα όταν αρχίσει στο μαγαζί της. Η Αννα Βίσση μού έδωσε μία συμβουλή, να είμαι πάντα ο εαυτός μου. Να είμαι λιγομίλητος, να σέβομαι τους μεγάλους ανθρώπους, να αγαπάω τη δουλειά που κάνω, να μαθαίνω από αυτή και να δουλεύω πάνω σε αυτή, γιατί μόνο έτσι μπορείς να γίνεις πετυχημένος καλλιτέχνης! Προτού ασχοληθώ με το τραγούδι, ασχολούμουν με ξενοδοχειακούς εξοπλισμούς και λευκά είδη. Ήμουν έμπορος και συνεχίζω να κάνω αυτή τη δουλειά έως σήμερα. Ελπίζω, όμως, πάντα σε μια καλύτερη ζωή καλλιτεχνικά και σε μια νέα ευκαιρία».
Εκτός σκηνής ο Πάρης βρήκε καταφύγιο στο εμπόριο λευκών ειδών για ξενοδοχεία, επιστρέφοντας σε μια δουλειά που γνώριζε καλά από τα νεανικά του χρόνια. Παράλληλα, διατηρεί το πάθος του για το τραγούδι και ελπίζει σε μια νέα ευκαιρία για να ξαναδείξει το ταλέντο του.