Η επιστήμη έκανε ένα σημαντικό βήμα στην κατανόηση της νόσου του Πάρκινσον, με την ανακάλυψη ότι τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος ενδέχεται να αποτελούν τον «κλειδί» για την παρακολούθηση της εξέλιξης της ασθένειας. Η νέα αυτή γνώση μπορεί να οδηγήσει σε μια απλή και προσιτή εξέταση αίματος που θα επιτρέψει την καλύτερη διάγνωση, θεραπεία και παρακολούθηση της νόσου.
Ερευνητές από το Κέντρο Ερευνών για τη Νόσο του Πάρκινσον του WEHI (Walter and Eliza Hall Institute) διαπίστωσαν ότι οι αλλαγές στην αφθονία συγκεκριμένων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος συνδέονται με την πρόοδο της ασθένειας. Η μελέτη, η οποία περιλαμβάνει δεδομένα από περισσότερους από 500.000 ανθρώπους, είναι η μεγαλύτερη στο είδος της παγκοσμίως και ανοίγει τον δρόμο για τη δημιουργία ενός αιματολογικού βιοδείκτη για τη νόσο.
Νευρολογική διαταραχή με αυξανόμενη συχνότητα
Η νόσος του Πάρκινσον, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη νευρολογική διαταραχή παγκοσμίως, επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους. Στην Αυστραλία, εκτιμάται ότι περισσότεροι από 200.000 ασθενείς ζουν με τη νόσο, ενώ καθημερινά διαγιγνώσκονται σχεδόν 40 νέα περιστατικά. Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι αριθμοί αυτοί αναμένεται να διπλασιαστούν τα επόμενα 15 χρόνια.
Ωστόσο, η ακριβής διάγνωση παραμένει πρόκληση, καθώς δεν υπάρχει επί του παρόντος κλινική εξέταση για τη νόσο. Οι τρέχουσες διαγνωστικές μέθοδοι βασίζονται κυρίως στα συμπτώματα και στον αποκλεισμό άλλων αιτίων, καθιστώντας την αναζήτηση βιοδεικτών αίματος προτεραιότητα για την επιστημονική κοινότητα.
Μιτοχονδριακή δυσλειτουργία και ανοσοποιητικό σύστημα
Η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία έχει από καιρό συνδεθεί με τη νόσο του Πάρκινσον, με τους επιστήμονες να εξετάζουν τη δυνατότητα χρήσης του αριθμού αντιγράφων μιτοχονδριακού DNA (mtDNA-CN) ως βιοδείκτη. Ωστόσο, τα νέα δεδομένα ανατρέπουν τη συσχέτιση αυτή.
Όπως αναφέρει η καθηγήτρια Melanie Bahlo, «τα χαμηλότερα επίπεδα μιτοχονδριακού DNA στο αίμα δεν συνδέονται άμεσα με αυξημένο κίνδυνο ή σοβαρότητα της νόσου του Πάρκινσον, όπως πιστευόταν προηγουμένως». Η ομάδα διαπίστωσε ότι η σχέση αυτή πιθανώς σχετίζεται με τη σύνθεση των κυττάρων του αίματος και όχι με τη δυσλειτουργία των μιτοχονδρίων.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές βρήκαν ότι συγκεκριμένα ανοσοκύτταρα, όπως τα ουδετερόφιλα και τα λεμφοκύτταρα (τύποι λευκών αιμοσφαιρίων) παίζουν σημαντικότερο ρόλο. Αυτά τα κύτταρα σχετίζονται με τις φλεγμονώδεις και ανοσολογικές αντιδράσεις, οι οποίες είναι αυξημένες σε άτομα με νόσο του Πάρκινσον.
Καινοτόμος αλγόριθμος λογισμικού και μεγαλύτερη αξιοπιστία
Για την ανάλυση των δεδομένων, η ομάδα του WEHI ανέπτυξε έναν εξειδικευμένο αλγόριθμο, το mitoCN, που επιτρέπει την εκτίμηση του αριθμού αντιγράφων μιτοχονδριακού DNA. Ο αλγόριθμος δοκιμάστηκε αρχικά σε δείγματα περισσότερων από 10.000 συμμετεχόντων και τα αποτελέσματα επαληθεύτηκαν στη μεγάλη βάση δεδομένων του UK Biobank με σχεδόν 500.000 συμμετέχοντες.
Ο Dr. F. Wang σημειώνει ότι «η αξιοπιστία αυτών των αποτελεσμάτων υπογραμμίζει την πιθανότητα χρήσης του mtDNA-CN και των ανοσοκυττάρων ως εργαλείο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου».
Βιοδείκτες για καλύτερη ζωή
Παράλληλα με την εξέλιξη της μελέτης του ανοσοποιητικού, το Ίδρυμα Michael J. Fox πρόσφατα αναγνώρισε έναν βιοδείκτη για την παρουσία άλφα-συνουκλεΐνης, μια πρωτεΐνη που σχετίζεται με το Πάρκινσον. Ωστόσο, η ανίχνευση αυτής της πρωτεΐνης απαιτεί επεμβατικές διαδικασίες, όπως η λήψη υγρού από το νωτιαίο μυελό.
«Μια εξέταση αίματος είναι πολύ πιο εύκολη και οικονομικά αποδοτική, καθιστώντας την ιδανική για χρήση από τους κλινικούς γιατρούς», εξηγεί ο Dr. Wang. Ένας αιματολογικός βιοδείκτης θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη διαχείριση της νόσου, επιτρέποντας την έγκαιρη διάγνωση, την παρακολούθηση της πορείας της και τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας φαρμάκων κατά τη διάρκεια κλινικών δοκιμών.
Ελπίδα για το μέλλον
Η έρευνα του WEHI αναδεικνύει τη σημασία της διεπιστημονικής συνεργασίας και ανοίγει τον δρόμο για μια νέα εποχή στην αντιμετώπιση της νόσου Πάρκινσον. Η δημιουργία μιας μη επεμβατικής εξέτασης αίματος υπόσχεται να βελτιώσει τη ζωή εκατομμυρίων ασθενών παγκοσμίως και να φέρει την ιατρική κοινότητα ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση και την αντιμετώπιση αυτής της σύνθετης νόσου.