Μια νέα μελέτη έρχεται να φέρει επανάσταση στη διάγνωση του Αλτσχάιμερ, καθώς δείχνει ότι μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να ανιχνεύσει σε ποσοστό 91% τη νόσο σε άτομα με πρώιμα προβλήματα μνήμης.
Η ακρίβεια αυτή υπερβαίνει κατά πολύ τις παραδοσιακές μεθόδους που χρησιμοποιούν σήμερα οι γιατροί και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για την πιο εύκολη και γρήγορη διάγνωση της νόσου.
Σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «JAMA» και παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της Ένωσης Αλτσχάιμερ, οι ερευνητές εξέτασαν 1.213 ασθενείς στη Σουηδία, με μέσο όρο ηλικίας τα 74 έτη. Οι συμμετέχοντες παρουσίαζαν ήπια συμπτώματα απώλειας μνήμης, ένα πιθανό πρώιμο σημάδι της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Οι ασθενείς υποβλήθηκαν στη νέα εξέταση αίματος και τα αποτελέσματα της σύγκρισης με τις μεθόδους ανάλυσης εγκεφαλονωτιαίου υγρού, που χρησιμοποιούνται σήμερα, έδειξαν ότι η εξέταση αυτή μπορεί να ανιχνεύσει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Η μέθοδος βασίζεται στην ανάλυση του επιπέδου της πρωτεΐνης p tau 217, η οποία συσσωρεύεται και επηρεάζει τον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ, καθώς και την πρωτεΐνη αμυλοειδούς βήτα, η οποία θεωρείται, επίσης, δείκτης της νόσου.
«Οι αυξήσεις στις συγκεντρώσεις p tau-217 στο αίμα είναι αρκετά έντονες στη νόσο Αλτσχάιμερ. Στο στάδιο της άνοιας, τα επίπεδα είναι πάνω από 8 φορές υψηλότερα σε σύγκριση με τους ηλικιωμένους χωρίς Αλτσχάιμερ», δήλωσε ο ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, ο Δρ. Sebastian Palmqvist, αναπληρωτής καθηγητής και ανώτερος σύμβουλος Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία.
Οι ερευνητές συνέκριναν την ακρίβεια της εξέτασης αίματος, η οποία ήταν περίπου 90%, με τις εκτιμήσεις των γιατρών, οι οποίοι, πριν δουν τα αποτελέσματα της εξέτασης αίματος, κατάφεραν να διαγνώσουν τη νόσο του Αλτσχάιμερ με ακρίβεια μόλις 61% στην πρωτοβάθμια φροντίδα και 73% στις εξειδικευμένες κλινικές.
Προοπτικές για τη μελλοντική διάγνωση του Αλτσχάιμερ
Η απλότητα και η αξιοπιστία αυτής της εξέτασης αίματος την καθιστούν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στη διάγνωση της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Θα μπορούσε να προσφέρει έναν εύκολο και γρήγορο τρόπο για την εξακρίβωσή της σε πρωτοβάθμια φροντίδα, αποφεύγοντας πιο επεμβατικές μεθόδους, όπως οι εξετάσεις εγκεφαλονωτιαίου υγρού και οι πολλαπλές επισκέψεις στους γιατρούς.
Ωστόσο, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης πρέπει να επιβεβαιωθούν σε διαφορετικούς πληθυσμούς και ότι η εξέταση αίματος θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε άτομα που ήδη παρουσιάζουν συμπτώματα γνωστικής έκπτωσης ή απώλειας μνήμης. Όπως σημειώνουν δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη της νόσου σε υγιείς ανθρώπους.
Η αναγκαιότητα της ανάπτυξης νέων κατευθυντήριων γραμμών
Η νέα εξέταση αίματος είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί κυρίως σε εξειδικευμένες κλινικές μνήμης. Οι ειδικοί τονίζουν ότι χρειάζονται περίπου ένα με δύο χρόνια για την ανάπτυξη και την εφαρμογή νέων κατευθυντήριων γραμμών και εκπαίδευσης και στην πρωτοβάθμια φροντίδα.
«Θα θέλαμε να κάνουμε μια εξέταση αίματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιατρείο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, λειτουργώντας σαν εξέταση χοληστερόλης, αλλά για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Η εξέταση αίματος p-tau217 αποδεικνύεται ότι είναι η πιο συγκεκριμένη για το Αλτσχάιμερ και αυτή με τη μεγαλύτερη εγκυρότητα. Φαίνεται να είναι η κορυφαία», σημείωσε η Δρ. Maria Carrillo, επικεφαλής επιστήμης της Ένωσης Αλτσχάιμερ, η οποία επιβλέπει τις ερευνητικές πρωτοβουλίες της ένωσης.
Αν και η εξέταση αυτή, προς το παρόν, δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως τις τρέχουσες μεθόδους διάγνωσης, εντούτοις αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο που μπορεί να συνδυαστεί με άλλες διαγνωστικές μεθόδους για τη βέλτιστη αξιολόγηση των ασθενών.
Με την περαιτέρω έρευνα και την καθιέρωση σαφών κατευθυντήριων γραμμών, η εξέταση αυτή μπορεί να ενταχθεί στη συνήθη πρακτική της έγκαιρης διάγνωσης και παρακολούθησης της νόσου του Αλτσχάιμερ.
«Μόλις ελεγχθούν πλήρως, οι αιματολογικές εξετάσεις υψηλής ακρίβειας θα μπορούσαν να αλλάξουν το “παιχνίδι” στην ταχύτητα με την οποία μπορούμε να διεξάγουμε εξέταση Αλτσχάιμερ και να φτάσουμε στο επόμενο νέο φάρμακο. Αυτοί που διανύουμε είναι καιροί απόλυτου μετασχηματισμού», τόνισε η Δρ. Maria Carrillo.