Με τις κοινωνικές μας εποχές ψαλιδισμένες ελέω κορονοϊού, πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται ποιο είναι το σωστό etiquette χαιρετισμού στην μετά-covid εποχή. Σωστό όχι μόνο από πλευράς αβρότητας, αλλά και από θέμα ασφάλειας. Τα ερωτήματα είναι πολλά: τι καθίσταται ως ασφαλές; Ποια χειρονομία μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο; Είναι αγενές να μην φιλάς σταυρωτά τον άλλον; Όλα αυτά αναρωτιέται ο Πολ Τέιλορ με εκτενές άρθρο του στο Politico, αναφέροντας ότι τις προάλλες «έτεινε τη γροθιά του σε έναν φίλο του, εκείνος όμως απάντησε στον χαιρετισμό του δίνοντάς του το χέρι απλωμένο με τον παλιό γνωστό τρόπο».
Το να μην ανταποκριθεί θα φαινόταν έως και… δειλία, επισημαίνει, «αλλά παραδέχομαι ότι ένιωσα εξαιρετικά άβολα», γράφει ο δημοσιογράφος, προσθέτοντας ότι πλέον πολλοί είναι εκείνοι που νιώθουν μέσα τους ότι πρέπει να πάρουν τις όποιες αποφάσεις ως προς το ζήτημα αυτό από μόνοι τους.
Κορονοϊός: Οι εναλλακτικές χειραψίες
«Την ώρα που ο κορονοϊός συνεχίζει να καλπάζει, καλό είναι να αποφεύγεται ο χαιρετισμός με φιλί ή διά χειραψίας». Αυτό τουλάχιστον επεσήμανε πρόσφατα η δρ. Σιλβί Μπριάν, επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για επιδημίες και πανδημίες, προτείνοντας μέσω Twitter κάποιες εναλλακτικές «χειραψίες», λόγω κορονοϊού. «Πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτή τη νέα ασθένεια», έγραψε, αναδημοσιεύοντας σκίτσα με χαιρετισμό από μακριά, με τον αγκώνα ή ακόμη και με… το πόδι.
Πόσο ασφαλές είναι να περπατάμε χωρίς μάσκα στο δρόμο
Το ερώτημα πάντως παραμένει: Πόσο ασφαλές είναι να περπατάς στον δρόμο χωρίς μάσκα προσώπου; Κυρίως δε, έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος μόλυνσης ή κρύβεται ύπουλα σε όλα μέρη με πολυκοσμία; Οι ίδιες οι Αρχές περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση: «Γιατί είναι, λόγου χάρη, ασφαλές να υπάρχουν έξι άτομα γύρω από ένα τραπέζι σε ένα εστιατόριο αλλά όχι οκτώ ή δέκα ή και περισσότερα; Γιατί πρέπει να φοράς μάσκα σε εσωτερικό τραπέζι κατά τον χρόνο αναμονής, αλλά όχι όταν περνάς ξυστά από ανθρώπους που τρώνε σε γειτονικά τραπέζια στη βεράντα;», αναρωτιέται ο βρετανός δημοσιογράφος.
Και η έλλειψη αυτής της (ιατρικής) βεβαιότητας εξακολουθεί να ταλανίζει το μυαλό όλων μας. «Όσο και αν επιθυμώ διακαώς να βγω ξανά έξω, στον δρόμο, δεν νιώθω την ανάγκη να τρέξω στο αεροδρόμιο, να σταθώ με τις ώρες σε ουρές που μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο εξαιτίας των τεστ κορονοϊού και της επίδειξης των εγγράφων που απαιτούνται για την επιβίβαση σε μια πτήση, με τον φόβο πιθανής καραντίνας κατά την επιστροφή να πλανάται σε μεγάλο βαθμό στον αέρα των διακοπών», τονίζει με νόημα ο Τέιλορ και καταλήγει:
«Ρίξτε, ας πούμε, μια ματιά στη σχέση μεταξύ της Βρετανίας [όπου γεννήθηκε] και της Γαλλίας [όπου ζει πλέον]. Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε περισσότερους κατά κεφαλήν θανάτους από COVID από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη, συνεχίζει να αντιμετωπίζει τη Γαλλία ως επικίνδυνη ζώνη μολύνσεως. Και οι Γάλλοι το ανταποδίδουν καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο παλεύει με την μετάλλαξη Δ παρά τον μαζικό εμβολιασμό. Φίλοι του βρετανού δημοσιογράφου με διπλό εμβολιασμό που χρειάστηκε να ταξιδέψουν από τη Γαλλία στο Λονδίνο τον Ιούνιο έπρεπε να πληρώσουν σχεδόν 1.500 ευρώ ανά ζευγάρι για τρία σετ υποχρεωτικών τεστ, και στη συνέχεια κατά την άφιξή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο να μείνουν σε καραντίνα για μια εβδομάδα, πράγμα που μετατρέπει το ταξίδι από ευχαρίστηση σε τιμωρία».
Οπότε, μετά από όλα αυτά… μηδέν εις το πηλίκον. Ο καθείς θα κάνει αυτό που του επιτάσσει, προφανώς, η συνείδησή του και η κοινωνική του ευνσυναίσθηση.