Οι αστυνομικοί κινδυνεύουν έως 30 έως φορές περισσότερο από ξαφνικό θάνατο λόγω καρδιάς, όταν βρίσκονται εν ώρα υπηρεσίας και εμπλέκονται στην αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων, όπως καταδιώξεις υπόπτων, συμπλοκές κ.α., σε σχέση με τις αστυνομικές δραστηριότητες ρουτίνας, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα με την καθοδήγηση και συμμετοχή ελληνικής καταγωγής επιστημόνων. Είναι η πρώτη μελέτη που αναδεικνύει την επίπτωση που μπορεί να έχει στην υγεία των αστυνομικών η εκτέλεση του καθήκοντός τους σε δύσκολες συνθήκες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Στέφανο Καλή, αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Περιβαλλοντικής Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal”, μελέτησαν 441 περιστατικά αιφνίδιου καρδιακού θανάτου μεταξύ αστυνομικών στις ΗΠΑ κατά την περίοδο 1984 – 2010.
Η μελέτη έδειξε ότι -σε σχέση με τις δραστηριότητες ρουτίνας- ο κίνδυνος ξαφνικού θανάτου είναι 34 έως 69 φορές μεγαλύτερος σε περίπτωση εμπλοκής ενός αστυνομικού σε συμπλοκές, 32 έως 51 φορές μεγαλύτερος σε καταδιώξεις, 20 έως 23 φορές κατά την σωματική εκπαίδευσή του (παρόλο που οι αστυνομικοί δεν τη θεωρούν ιδιαίτερα αγχωτική ως δραστηριότητα) και έξι έως εννέα φορές μεγαλύτερος στη διάρκεια επιχειρήσεων διάσωσης.
Η έρευνα διαπίστωσε ότι περίπου ένας στους δέκα θανάτους αστυνομικών σε ώρα υπηρεσίας έχει ως αιτία τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη να ληφθεί πιο σοβαρά υπόψη από τους αρμόδιους ο αυξημένος κίνδυνος των αστυνομικών και να υπάρξουν προληπτικές πρωτοβουλίες για την μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Η ερευνητική ομάδα του Στέφανου Καλή είχε δείξει σε παλαιότερη επιδημιολογική έρευνα ότι εξ’ ίσου αυξημένο κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου αντιμετωπίζουν οι πυροσβέστες κατά την ώρα του καθήκοντος. Επίσης, αυξημένος είναι ο κίνδυνος για έμφραγμα ή ξαφνικό θάνατο για οποιονδήποτε άνθρωπο, σωματικά αδρανή για καιρό, όταν ξαφνικά εμπλακεί σε μία απαιτητική σωματική δραστηριότητα, όπως έντονη γυμναστική ή εκχιονισμό της αυλής του.
Εκτός του Στέφανου Καλή, στην έρευνα συμμετείχαν η Βασιλεία Βαρβαρήγου (πρώτη συγγραφέας της μελέτης) και η Μαρία Κορρέ.