Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Walter Mischel «έγραψε» τη δική του ιστορία στην… ιστορία της ψυχολογίας, με τη βοήθεια μερικών ζαχαρωτών (marshmallows).
Ήταν τότε επικεφαλής ερευνητής ενός πειράματος, το οποίο έμελλε να γίνει ακρογωνιαίος λίθος στην επιστήμη της ψυχολογίας, δείχνοντας τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε μια εκτελεστική λειτουργία –αυτοέλεγχος- και την επιτυχία.
Σε μία παραλλαγή των πειραμάτων, οι ερευνητές ζήτησαν από παιδιά ηλικίας περίπου 4 ετών να καθίσουν μπροστά από ένα τραπέζι στο οποίο υπήρχαν ζαχαρωτά. Στη συνέχεια έφευγαν από το δωμάτιο, λέγοντας στο κάθε παιδί ότι μπορούσε να φάει ένα ζαχαρωτό τώρα ή ότι μπορούσε να φάει και τα δύο, μόλις επέστρεφαν.
Αν παρακολουθήσει κανείς το βίντεο, μπορεί να δει τη μεγάλη προσπάθεια των παιδιών να αποφύγουν τον γλυκό πειρασμό.
Ένα κοριτσάκι γυρνά την πλάτη του, αρνούμενο να κοιτά τα ζαχαρωτά. Ένα άλλο ενώνει τα χέρια του και βάζει επάνω το κεφάλι τιυ, προσποιούμενο ότι «κοιμάται». Ένα άλλο αρχίζει να μιμείται τον Τσάρλι Τσάπλιν, μιλώντας στον εαυτό του και δίνοντας του οδηγίες προκειμένου να μην υποκύψει.
«Αυτή η συμπεριφορά είναι αυτό που αποκαλούμε εκτελεστική λειτουργία» είπε ο 84χρονος σήμερα Mischel, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια μετά από μια μακρά θητεία στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στο καινούριο βιβλίο του «The Marshmallow Test: Mastering Self-Control» η εκτελεστική λειτουργία είναι ένας τεράστιος δείκτης πρόβλεψης της επιτυχίας, από τα ακαδημαϊκά επιτεύγματα μέχρι την επαγγελματική σταδιοδρομία και την οικογενειακή σταθερότητα.
Σε μια συνέντευξη που παρείχε στο Business Insider, ο καθηγητής εξήγησε για ποιο λόγο ο αυτοέλεγχος παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην επιτυχία, και πώς μπορεί κανείς να διαμορφώσει/«εκμεταλλευτεί» τις συνήθειές του, έτσι ώστε να πετύχει τους στόχους του.
«Ας αρχίσουμε με ένα απλό παράδειγμα. Αν θέλω να φτάσω το στόχο μου –που είναι να φάω και τα δύο ζαχαρωτά- τότε πρέπει να καταφέρω να συγκρατήσω τις ορμές μου. Δε γίνεται να τα κοιτάω και να σκέφτομαι πόσο λαχταριστά είναι, ή δε μπορώ να τα αγγίζω γιατί στο τέλος θα θέλω να τα βάλω στο στόμα μου. Αυτό που πρέπει να κάνω είναι να στρέψω την προσοχή μου αλλού, προκειμένου να ελέγξω την πρόοδό μου προς την επίτευξη του στόχου μου και να κάνω ό,τι χρειάζεται για να φροντίσω να το πετύχω» είπε και συνέχισε: «Τα παιδιά που αντιστέκονται στον πειρασμό είναι “καλύτερα” από τα υπόλοιπα, γιατί ο σχεδιασμός, οι δραστηριότητες που εστιάζουν στο μέλλον και η εξεύρεση τρόπων για τον έλεγχο των αισθημάτων τους απαιτούν την ύπαρξη της εκτελεστικής λειτουργίας. Αυτές οι θεμελιώδεις δεξιότητες επιτρέπουν τον έλεγχο έναντι των διαφόρων ερεθισμάτων, αντί να καταλήγει να ελέγχεται κανείς από αυτά. Κι αυτό ισχύει είτε μιλάμε για ζαχαρωτά, είτε για το τσιγάρο ή για τον έλεγχο του θυμού που μπορεί να νιώθει κανείς απέναντι στο αφεντικό του, προκειμένου να μην απολυθεί. Ο έλεγχος των συναισθημάτων βοηθά στη διατήρηση των διαφόρων σχέσεων. Πρέπει να γνωρίζει κανείς τις συνέπειες που θα προκύψουν, αν δεν καταφέρει να ελέγξει τα συναισθήματά του».
Κι αν αναρωτιέστε πώς ακριβώς μπορεί ο αυτοέλεγχος να χαράξει ένα δρόμο προς την επιτυχία, σύμφωνα με τον Mischel «οι γνωστικές δεξιότητες που επιτρέπουν τον αυτοέλεγχο είναι μεν θεμελιώδεις, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλα κίνητρα και λόγοι για να θέλει να τις ενεργοποιήσει κανείς. Η σχέση μεταξύ του αυτοελέγχου και της επιτυχίας ξεκινά από νωρίς, από τα σχολικά χρόνια. Τα παιδιά που “πετυχαίνουν” στο τεστ των ζαχαρωτών έχουν το πλεονέκτημα των συσσωρευμένων ρεαλιστικών επιτυχιών. Αρχίζουν να αναπτύσσουν την προσδοκία του: “Νομίζω ότι μπορώ. Είμαι στ’ αλήθεια κάποιος που μπορεί να το κάνει αυτό”».