Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περίπου 220 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 δεν έχουν μόνο μια χρόνια ασθένεια να αντιμετωπίσουν, αλλά διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, περιφερική αγγειακή νόσο, αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια και νευροπάθεια.
Τα ακριβή αίτια του διαβήτη τύπου 2 δεν είναι ακόμη σαφή, ενώ οι προδιαθεσικοί παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 είναι πολλοί και σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, την παχυσαρκία, τη διατροφή, την κληρονομικότητα αλλά και την ψυχολογία του ατόμου. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες μελέτες αποδεικνύουν ότι το χρόνιο στρες είναι ένας ακόμα σημαντικός προγνωστικός παράγοντας εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες κινδύνου. Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι οι στρεσογόνες εμπειρίες και καταστάσεις μπορούν να επηρεάσουν το διαβήτη, τόσο όσον αφορά στην εμφάνισή του, όσο και στην επιδείνωσή του.
Από τον 17ο αιώνα, έχει προταθεί ότι το συναισθηματικό στρες παίζει ρόλο στην αιτιολογία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Μέχρι στιγμής, οι μελέτες επανεξέτασης έχουν επικεντρωθεί κυρίως στην κατάθλιψη ως παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Διαφορετικές μορφές συναισθηματικού στρες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και της εξέλιξής του. Ειδικότερα, το ψυχοκοινωνικό στρες από την εργασία έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) – έτσι, είναι σταθερά υψηλότερος στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Επίσης, το εργασιακό άγχος έχει συνδεθεί με αύξηση του σωματικού βάρους μεταξύ των παχύσαρκων ανδρών, στοιχείο που συσχετίζει και δευτερογενώς το στρες με την εμφάνιση ΣΔ2.
Την ίδια στιγμή, το συναισθηματικό στρες σε συνδυασμό με καταστάσεις όπως η κατάθλιψη, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2, είτε μέσα από αλλαγές συμπεριφοράς, που σχετίζονται με επιβαρυντικές διατροφικές επιλογές, χαμηλότερα επίπεδα άσκησης, κάπνισμα και συχνή χρήση αλκοόλ, είτε μέσα από φυσιολογικές αλλαγές που σχετίζονται με την αύξηση της κοιλιακής παχυσαρκίας.
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2013 στο Diabetic Medicine, από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Gothenburg της Σουηδίας, φάνηκε ότι το άγχος έχει πολύ σημαντική επίπτωση στη σωματική και ψυχική υγεία και επεσήμαναν ότι ειδικά σε εποχές, όπως αυτές που περνούμε, όπου το στρες είναι έντονο για τους περισσότερους, πρέπει να βρούμε τρόπους μείωσης και διαχείρισης του στρες στη δουλειά και στη ζωή μας, ώστε να αποφύγουμε τα μεταβολικά προβλήματα υγείας, όπως ο διαβήτης, που συνδέονται με αυτό.
Κατά τη μελέτη αυτή, που κράτησε πάνω από 35 χρόνια, οι ερευνητές εξέτασαν πάνω από 7.000 άνδρες, από τους οποίους κανένας δεν είχε σακχαρώδη διαβήτη, εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιακή νόσο. Την ίδια στιγμή, ένα ποσοστό περίπου 15,5% από αυτούς ανέφερε την ύπαρξη χρόνιου στρες, από προβλήματα στο χώρο εργασίας ή το σπίτι. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παρακολούθησης, περίπου 900 άνδρες εκδήλωσαν διαβήτη τύπου 2 και οι ερευνητές διαπίστωσαν μια συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων άγχους και του μεταβολικού προφίλ των συμμετεχόντων.
Το πρόβλημα της επίπτωσης του στρες φάνηκε να είναι μεγαλύτερο στους άνδρες- οι άνδρες βρέθηκαν σε ποσοστό 45% να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με όσους είχαν περιοδικό ή καθόλου στρες, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία, η παχυσαρκία, η αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και η κοινωνικό-οικονομική κατάσταση.
Οι μηχανισμοί συσχέτισης του ΣΔ με το στρες δεν είναι ακόμα απόλυτα ξεκάθαροι. Γνωρίζουμε όμως ότι το στρες, η έντονη συναισθηματική φόρτιση και τα αρνητικά συναισθήματα, συνοδεύονται με έκκριση αδρεναλίνης, κορτιζόλης και άλλων στρεσογόνων ορμονών που με τη σειρά τους προκαλούν την έκκριση ινσουλίνης. Στα άτομα με χρόνιο στρες αναπτύσσεται αντίσταση στην ινσουλίνη, που συμβάλλει στον περιορισμό των υποδοχέων ινσουλίνης στα κύτταρα και στην επακόλουθη αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και στην αύξηση στην έκκριση της ινσουλίνης. Η αύξηση της ινσουλίνης δημιουργεί αύξηση συσσώρευσης λίπους στο σώμα-ειδικότερα στην περιοχή της κοιλιάς-και οδηγεί στην εκδήλωση διαβήτη τύπου 2.
Είναι σημαντικό να αναπτύξουμε μεθόδους «De-stress». Είναι φανερό ότι το άγχος διαδραματίζει άμεσο ρόλο στη ρύθμιση του σακχάρου του αίματος από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ασθένεια. Μέθοδοι χαλάρωσης όπως η γιόγκα, ο διαλογισμός ή η βαθιά αναπνοή σε περιόδους έντονου στρες, αλλά και οι ειδικές θεραπείες χαλάρωσης, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επίσης, η εισαγωγή στη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει το άτομο με στρες να αλλάξει τη συμπεριφορά και να του διδάξει να βλέπει τη ζωή με άλλα μάτια και από άλλη οπτική γωνία. H επιστημονική έρευνα έδειξε ότι οι αγχωτικές εμπειρίες έχουν αρνητική επίπτωση στον διαβήτη. Το στρες μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στην έναρξη του διαβήτη, μπορεί να έχει επιβλαβή επίδραση στο γλυκαιμικό έλεγχο και μπορεί να επηρεάσει γενικότερα τον τρόπο ζωής. Τα στοιχεία δείχνουν έντονα, ωστόσο, ότι συστηματικές και επιστημονικές παρεμβάσεις μπορεί να βοηθήσουν τα άτομα στην πρόληψη ή την αντιμετώπιση του άγχους και αυτό μπορεί να έχει σημαντική και θετική επίδραση στην ποιότητα ζωής και τον γλυκαιμικό τους έλεγχο.
Πηγή: mednutrition.gr