Δύο είναι τελικά οι ασθενείς που είχαν κορονοϊό, ιάθηκαν και μολύνθηκαν ξανά.
Όπως μετέδωσε το ολλανδικό κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο NOS σήμερα, επικαλούμενο ιολόγους, ο ένας ασθενείς είναι από την Ολλανδία και ο άλλος από το Βέλγιο.
Η είδηση αυτή γίνεται γνωστή μετά τις αναφορές χθες, Δευτέρα (24.08) ότι ερευνητές στο Χονγκ Κονγκ εντόπισαν το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα επαναμόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2. Πρόκειται για έναν άνδρα που επαναμολύνθηκε 4,5 μήνες αφού ιάθηκε από την COVID-19, όπως ανέφερε και στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο London School of Economics και εκπρόσωπος της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς για θέματα κορονοϊού, Ηλίας Μόσιαλος.
Σύμφωνα με το NOS η ιολόγος Μάριον Κούπμανς δήλωσε ότι ο Ολλανδός ασθενής είναι ένας ηλικιωμένος με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Η Κούπμανς εξήγησε ότι μέχρι στιγμής είναι πιο γνωστές περιπτώσεις ανθρώπων που ασθενούν από τον νέο κορονοϊό για μεγάλο διάστημα, στη συνέχεια φαίνεται να αναρρώνουν, όμως μετά υποτροπιάζουν.
Όμως μια πραγματική επαναμόλυνση, όπως στις περιπτώσεις στην Ολλανδία, το Βέλγιο και το Χονγκ Κονγκ, απαιτεί γενετικό έλεγχο του ιού και στην πρώτη και τη δεύτερη μόλυνση ώστε να ελεγχθεί αν ο ιός διαφέρει λίγο στις δύο περιπτώσεις.
Η Κούπμανς, σύμβουλος της ολλανδικής κυβέρνησης, επισήμανε ότι οι επαναμολύνσεις ήταν αναμενόμενες. «Το γεγονός ότι εμφανίζεται κάποιος με επαναμόλυνση δεν με ανησυχεί», σχολίασε. «Πρέπει να δούμε αν συμβαίνει συχνά», εξήγησε όπως μετέδωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επικαλούμενο το Reuters.
Ο Βέλγος ασθενής είχε ήπια συμπτώματα, σύμφωνα με το NOS, το οποίο επικαλείται τον ιολόγο Μαρκ Βαν Ρανστ, ο οποίος όμως τόνισε ότι το γεγονός ότι ο ασθενής επαναμολύνθηκε «δεν είναι καλά νέα».
Ο Βαν Ρανστ εξήγησε ότι η περίπτωση του Βέλγου ασθενή δείχνει ότι τα αντισώματα που είχε αναπτύξει κατά την πρώτη μόλυνση δεν επαρκούσαν για να αποτρέψουν την επαναμόλυνσή του από ένα ελαφρά διαφορετικό στέλεχος του ιού.
Πρόσθεσε ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτές οι περιπτώσεις επαναμόλυνσης είναι σπάνιες ή αν υπάρχουν «πολλοί άλλοι άνθρωποι που ενδέχεται να επαναμολυνθούν έπειτα από έξι ή επτά μήνες».