Οκτώ είναι πλέον τα κρούσματα του κορονοϊού στην Ελλάδα και οι Αρχές εργάζονται πυρετωδώς για το χειρότερο σενάριο, καθώς σύμφωνα με τους ειδικούς οι μεγάλες αυξήσεις στα κρούσματα καταγράφονται κατά κανόνα τρεις με πέντε εβδομάδες μετά την είσοδο του ιού στη χώρα.
Ακόμα και αν αποδειχτεί ότι τα προληπτικά μέτρα απλά καθυστέρησαν τη δυναμική έλευση του COVID-19 στην Ελλάδα, οι μονάδες υγείας θα έχουν κερδίσει πολύτιμο χρόνο σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα».
Και αυτό γιατί, όπως σημείωσε χθες ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό και καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας αφενός θα έχει περιοριστεί η γρίπη που ούτως ή άλλως ασκεί πιέσεις στα συστήματα υγείας και αφετέρου θα έχει καλυτερεύσει ο καιρός. Δήλωσε βέβαια ότι «δεν είμαστε σίγουροι» για τις καιρικές συνθήκες και την επίπτωση που πιθανόν θα έχουν στην κυκλοφορία του κορονοϊού.
Άμεσα ξεκινά σύστημα διπλής επιτήρησης για την ανίχνευση του κορονοϊού στην κοινότητα και συνεπακόλουθα για την επίπτωσή του στον πληθυσμό. Ειδικότερα και εφαρμόζοντας το μοντέλο για τη γρίπη θα γίνεται δειγματοληπτικός έλεγχος σε ασθενείς που βρίσκονται στις ΜΕΘ αλλά και σε ασθενείς που θα προσέρχονται στα νοσοκομεία με ήπια συμπτωματολογία γριπώδους συνδρομής.
Εν τω μεταξύ επιστημονική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών αναπτύσσει μαθηματικά μοντέλα για να εκτιμηθεί κατά πόσο μπορεί να εξαπλωθεί η νόσος στην Ελλάδα, τα πορίσματα της οποίας θα ανακοινωθούν τις επόμενες μέρες. Μέσω αυτών των μοντέλων αφενός εκτιμάται ο πιθανός αριθμός των κρουσμάτων και αφετέρου η εκτιμώμενη επίδραση των μέτρων που λαμβάνονται για τον περιορισμό του ιού.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα, σύμφωνα με τους ειδικούς, «από τη μία προκαλεί ήπια συμπτώματα, με εξαίρεση τις ευπαθείς ομάδες. Από την άλλη όμως αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό τον καθιστά αόρατο. Γιατί; Οι ασθενείς με ήπια συμπτώματα δεν αναζητούν ιατρική φροντίδα, με αποτέλεσμα να υποεκτιμάται πιθανόν ο αριθμός των κρουσμάτων».