Ένα βήμα πιο κοντά στον εντοπισμό και τη θεραπεία της σήψης βρίσκονται οι ερευνητές, μετά και τη δημιουργία εξέτασης αίματος που δείχνει τον βαθμό του κινδύνου εμφάνισης αυτής της επιπλοκής που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος.
Η σήψη είναι θανατηφόρα ιατρική επιπλοκή, η οποία προκαλείται από κάποιον λοιμώδη παράγοντα και οδηγεί τον οργανισμό σε γενικευμένη φλεγμονώδη αντίδραση. Πάνω από 200.000 άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο από ιατρικές επιπλοκές που κοστίζουν εκατομμύρια, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Ερευνητές από το Νοσοκομείο Παίδων του Σινσινάτι δημιούργησαν μία εξέταση αίματος, η οποία εκτιμά πέντε βιοδείκτες, που με τη σειρά τους προβλέπουν ποιοι ασθενείς έχουν χαμηλό, μέτριο ή υψηλό κίνδυνο θανάτου από σήψη.
Η ερευνητική τους προσπάθεια δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Science Transnational Medicine και η εξέταση που ονομάστηκε «Persevere» επιτρέπει τον εντοπισμό της σήψης σε πρώιμα στάδια. Με την αναγνώριση αυτών των πέντε γονιδίων οι επιστήμονες μπορούν να αρχίζουν νωρίτερα τις παρεμβάσεις τους.
Ο Έκτορ Γουόνγκ, διευθυντής στο Νοσοκομείο Παίδων του Σινσινάτι, είπε ότι όχι μόνο αυτή η εξέταση μπορεί να ταξινομήσει τα άτομα σε ομάδες διαφορετικού κινδύνου, αλλά δίνει επίσης τη δυνατότητα στους ειδικούς να επιλέξουν την καταλληλότερη θεραπεία για το κάθε άτομο, τόσο σε ό,τι αφορά τα φάρμακα όσο και τις δοσολογίες.
«Η εξέταση βοηθά στην πρόγνωση και την ταξινόμηση των ασθενών και όχι στη διάγνωση. «Η πρόοδος στην πρόγνωση είναι μεγάλης σημασίας καθώς μας επιτρέπει να προβλέψουμε την πορεία και την πρόοδο στη θεραπεία διαφορετικών ομάδων ασθενών» τόνισε.
Ο Κρίστοφερ Λίντσελ, συνεργάτης του Γουόνγκ, τόνισε ότι ένα ακόμη όφελος αυτής της εξέτασης είναι πως αποκαλύπτει τους βιολογικούς μηχανισμούς για το πώς ξεκινά και το πώς εκδηλώνεται – και επομένως πώς μπορεί να σταματήσει με νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Εδώ και χρόνια οι ερευνητές προσπαθούσαν να βρουν έναν τρόπο για την πρόγνωση της σήψης και αυτό σήμερα επιτεύχθηκε καθώς κατάφεραν να μειώσουν τους βιοδείκτες που θεωρείται ότι παίζουν ρόλο σε αυτή την κατάσταση από 80 σε πέντε.
Στην παρούσα έρευνα ο Γουόνγκ και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν την πιο εξελιγμένη μορφή του persevere για να ταξινομήσουν, με βάση το δείγμα αίματος, 461 παιδιά με σήψη καθώς και μοντέλα ποντικιών που μιμούνταν πιστά τα δείγματα αίματος των πασχόντων. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την εξέταση για να εκτιμήσουν τα παιδιά ηλικιών από ένας έως 18 έτη που είχαν ήδη εισαχθεί σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) για την αντιμετώπιση της σήψης. Η εξέταση αυτή, επειδή δεν είχε πάρει επίσημη έγκριση για κλινική χρήση, δεν χρησιμοποιήθηκε για να ενημερώσει ή να επηρεάσει τις αποφάσεις των ασθενών. Χρησιμοποιήθηκε μόνο για τον προσδιορισμό της ακρίβειας και για δυνητική μελλοντική χρήση.
Διαπιστώθηκε ότι μόνο πέντε βιοδείκτες προβλέπουν αξιόπιστα τα περιστατικά ασθενών με σήψη, οι ίδιοι βιοδείκτες επιβεβαιώθηκαν και στις μελέτες με ποντίκια. Εκείνα με μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής σήψης είχαν πολύ περισσότερα βακτήρια στο αίμα τους από ό, τι τα ζώα χαμηλότερου κινδύνου. Επίσης υψηλότερες δόσεις αντιβιοτικών ήταν σε θέση να βοηθήσουν στη πρόληψη των λοιμώξεων του αίματος. Οι ερευνητές παρέχουν ακόμη επιβεβαιωτικά στοιχεία ότι τα παιδιά με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου λόγω σήψης έχουν επίσης περισσότερα βακτήρια στο αίμα τους.
Η δημιουργία μιας αντίστοιχης εξέτασης για ενήλικες έχει ήδη ξεκινήσει και οι ερευνητές σκοπεύουν να τη δοκιμάσουν όταν πάρουν χρηματοδότηση από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υγείας για να διεξαγάγουν μια κλινική δοκιμή για τη χρήση κοστρικοστεροειδών για τη θεραπεία της σήψης.