Οι επιδόσεις οχτάχρονων παιδιών σε τεστ που μετρούν τις δεξιότητες σκέψης και μνήμης μπορεί να συνιστούν προβλεπτικό παράγοντα για τις επιδόσεις σε αυτές τις δεξιότητες στα 70 έτη. Επιπρόσθετα, το επίπεδο εκπαίδευσης και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση αποτελούν επίσης προβλεπτικούς παράγοντες αυτών των δεξιοτήτων, όπως αποκαλύπτουν νέα ερευνητικά δεδομένα.
Η συγκεκριμένη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Neurology», της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, διερεύνησε τους παράγοντες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων σκέψης και μνήμης κατά την ύστερη ενήλικη ζωή.
Ο Τζόναθαν Μ. Σκοτ, συντάκτης της έρευνας από το Πανεπιστήμιο UCL του Λονδίνου στη Βρετανία και μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, υπογράμμισε τη σημασία του να βρεθεί τι επηρεάζει τις γνωστικές επιδόσεις στην ύστερη ενήλικη ζωή, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να καθοριστούν οι τροποποιήσιμοι παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (άσκηση, διατροφή, ύπνος) που δύνανται να επιβραδύνουν τη γνωστική έκπτωση.
Στην έρευνα συμμετείχαν 502 άτομα που γεννήθηκαν την ίδια εβδομάδα το 1946 στη Βρετανία. Αυτοί υποβλήθηκαν σε τεστ μέτρησης γνωστικών ικανοτήτων στην ηλικία των οχτώ ετών. Μεταξύ των ηλικιών 69 και 71 οι συμμετέχοντες επανέλαβαν αυτά τα τεστ. Το τεστ, που ήταν παρόμοιο με εκείνο που είχαν συμπληρώσει κατά την παιδική ηλικία, περιλάμβανε γεωμετρικά σχήματα, από τα οποία έλειπαν ορισμένα κομμάτια τα οποία οι συμμετέχοντες έπρεπε να βρουν και να αντιστοιχίσουν. Άλλα τεστ εκτίμησαν την ικανότητες μνήμης, προσοχής, προσανατολισμού και γλώσσας. Παράλληλα, αυτοί που έλαβαν μέρος υποβλήθηκαν σε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) προκειμένου να διαπιστωθεί αν εμφάνιζαν πλάκες βήτα-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, οι οποίες θεωρούνται πως σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ. Οι ερευνητές επίσης έκαναν μαγνητική τομογραφία (MRI) στους εγκεφάλους των συμμετεχόντων.
Διαπιστώθηκε ότι πράγματι οι δεξιότητες σκέψης στην παιδική ηλικία συσχετίστηκαν με τις αντίστοιχες επιδόσεις περίπου 60 χρόνια μετά. Για παράδειγμα κάποιος που βρισκόταν στο 25% των υψηλότερων επιδόσεων ήταν πιθανό να παραμείνει στο αντίστοιχο ποσοστό στην ηλικία των 70 ετών. Φάνηκε ότι υπήρχε επίδραση και του επιπέδου εκπαίδευσης. Αυτοί που είχαν τελειώσει το σχολείο είχαν κατά 16% καλύτερες επιδόσεις από εκείνους που είχαν αφήσει το σχολείο πριν από την ηλικία των 16. Το υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο επίσης συνδέθηκε με ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις στην ηλικία των 70.
Επιπλέον, βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες που είχαν πλάκες βήτα-αμυλοειδούς είχαν λιγότερο καλές επιδόσεις στα τεστ γνωστικών δεξιοτήτων από εκείνους που δεν είχαν. Για παράδειγμα, στο τεστ που έλειπε ένα κομμάτι από ένα γεωμετρικό σχήμα, παρουσίαζαν 8% μειωμένες επιδόσεις, δηλαδή έκαναν 23 στα 32 σωστά, ενώ εκείνοι που δεν είχαν πλάκες βήτα – αμυλοειδούς έκαναν κατά μέσο όρο 25 στα 32 σωστά. Η παρουσία των πλακών δεν συνδέθηκε με το φύλο, τις γνωστικές επιδόσεις στην παιδική ηλικία, την εκπαίδευση ή το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
«Η έρευνά μας βρήκε ότι μικρές διαφορές στη σκέψη και τη μνήμη που συνδέονται με την ύπαρξη πλακών αμυλοειδούς στον εγκέφαλο στους ηλικιωμένους, μπορεί να εντοπιστούν ακόμα και σε μια ηλικία που αυτοί που πρόκειται να αναπτύξουν άνοια βρίσκονται ακόμα πολλά χρόνια μακριά από την εμφάνιση συμπτωμάτων», είπε ο Σκοτ και συμπλήρωσε: «Βρέθηκε επίσης ότι οι επιδόσεις στις γνωστικές δεξιότητες κατά την παιδική ηλικία, η εκπαίδευση, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, είναι όλοι παράγοντες που επηρεάζουν τις επιδόσεις στις γνωστικές επιδόσεις στην ηλικία των 70 ετών».
Ο Σκοτ φιλοδοξεί ότι μελλοντικές έρευνες θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα ευρήματα για να προβλέψουν την εξέλιξη των γνωστικών δεξιοτήτων συναρτήσει της ηλικίας.