Αν σκεφτούμε πόσο συχνά τρώμε φαγητό εκτός σπιτιού θα αντιληφθούμε ότι μεγάλο μέρος της ημερήσιας διατροφής μας γίνεται σε διαφορετικό περιβάλλον από αυτό του σπιτιού μας. Είναι γεγονός, ότι υπολογίσιμο μέρος του συνολικού πληθυσμού όπως εργαζόμενοι, μαθητές – φοιτητές και μικρά παιδιά αναγκάζονται λόγο συνθηκών να βρίσκονται μεγάλο μέρος της ημέρας εκτός σπιτιού. Είναι ζωτικής σημασίας λοιπόν να κατανοήσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο παρέχεται η τροφή και η αλληλεπίδρασή μας με αυτό, καθώς φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη συμπεριφορών, που οδηγούν σε διατροφικές διαταραχές όπως η παχυσαρκία.
Η έννοια του φαγητού εκτός σπιτιού δεν περιλαμβάνει μόνο τα μαγαζιά μαζικής εστίασης, αλλά κάθε περιβάλλον στο οποίο προσφέρεται και καταναλώνεται φαγητό, όπως για παράδειγμα το φαγητό που προσφέρεται στους παιδικούς σταθμούς ή στους εργαζομένους κάποιων εταιριών ή στις λέσχες των Πανεπιστημίων ή στους μαθητές κάποιων σχολείων, που εφαρμόζουν την παροχή συσσιτίου ως πιλοτικό πρόγραμμα, καθώς επίσης στις καφετέριες, στα μπαρ και στα ταχυφαγεία.
Είναι προφανές, ότι καθένας από εμάς έχει κάποιες παγιωμένες διαιτητικές συνήθειες από τις οποίες είναι δύσκολο να παρεκκλίνει όταν τρώει σπίτι του. Τι γίνεται όμως όταν τρώμε έξω; Οι επιλογές μας αντιπροσωπεύουν το σύνηθες διαιτολόγιο μας; Πόσο μας επηρεάζει η εικόνα και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει η επιστημονική κοινότητα.
Το φαγητό που τρώμε εκτός σπιτιού είναι πιθανότερο να είναι υψηλό σε θερμίδες, λιπαρά κυρίως κορεσμένα, χοληστερόλη, ενώ είναι πιο φτωχό σε φυτικές ίνες και ασβέστιο σε σχέση με το αντίστοιχο γεύμα που θα κάναμε σπίτι μας. Η αντίληψη αυτή βασίζεται όχι μόνο στην προσφερόμενη ποικιλία αλλά επίσης σε οικονομικούς περιορισμούς αλλά και στις προσωπικές μας επιλογές. Είναι γεγονός, ότι τις περισσότερες φορές που τρώμε έξω, παραλείπουμε να παραγγείλουμε σαλάτα και περνάμε απευθείας στο κυρίως πιάτο.
Επίσης, αντί για το νερό που θα πίναμε στο σπίτι, συνοδεύουμε το φαγητό μας με κάποιο αναψυκτικό ή αλκοολούχο ποτό. Ακόμη, πολλές φορές είναι αδύνατον να οριοθετήσουμε τον εαυτό μας ως προς τη σωστή διατροφικά επιλογή και αντ’ αυτού καταλήγουμε να επιλέγουμε το πιο λαχταριστό μενού ή κάτι το οποίο μας φαίνεται πολύ πιο νόστιμο και χορταστικό. Αυτό συμβαίνει, γιατί όταν πεινάμε ενεργοποιείται ο μηχανισμός πείνας- κορεσμού ο οποίος μας ωθεί σε πλούσιες σε λίπος και υδατάνθρακες επιλογές.
Εκτός αυτού, έχει παρατηρηθεί ότι οι μερίδες του φαγητού είναι πιο μεγάλες στα εστιατόρια σε σχέση με αυτές που τρώμε στο σπίτι.
Το συνηθέστερο λάθος, είναι η ταύτιση της «σωστής» μερίδας με αυτήν του εστιατορίου. Η μερίδα εστιατορίου δεν αποτελεί πλέον μέτρο σύγκρισης, γιατί, σύμφωνα με μελέτη (Journal of Public Health Policy, 2007), οι μερίδες στα εστιατόρια είναι 2 έως και 4 φορές μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες. Είναι πλέον κοινή πρακτική των εστιατορίων, και ιδίως των φαστ-φούντ, να προσφέρουν μεγαλύτερες ποσότητες φαγητού ως δέλεαρ για την προσέλκυση πελατείας. Επίσης, τα αναψυκτικά και αλκοολούχα διατίθενται σε μεγέθη από μικρό έως μεγάλο μέγεθος. Έπειτα, είναι συνήθης τακτική των εστιατορίων λίγο πριν το λογαριασμό να φέρνουν κέρασμα το οποίο συνήθως είναι κάποιο γλυκό και πολύ σπάνια φρούτο. Το medNutrition πραγματοποιεί ενημερωτική εκστρατεία για το σωστό μέγεθος της μερίδας των τροφίμων.
Όσον αφορά στις εταιρίες, οι οποίες προσφέρουν φαγητό στους εργαζόμενους, η διαδικασία της σίτισης συνήθως ανατίθεται σε κάποια εταιρία παροχής συσσιτίου (catering), χωρίς να υπάρχουν κάποιες σαφείς οδηγίες για τις προσφερόμενες μερίδες θρεπτικών συστατικών και τη σύσταση του μενού, ενώ αφήνεται στη διάθεση της εταιρίας το αν θα συμβουλευτεί κάποιον επαγγελματία υγείας για τη δομή του συσσιτίου.
Στους δημόσιους φορείς, όπου παρέχεται φαγητό, η κατάσταση είναι πιο ελεγχόμενη, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το παρεχόμενο μενού, ειδικά για τα νηπιαγωγεία και τους παιδικούς σταθμούς. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη αποτελεί θέμα η σύνθεση των παρεχόμενων σνακ στα κυλικεία των σχολείων.
Μεγάλο ρόλο στις επιλογές του φαγητού εκτός σπιτιού κατέχει η οικονομική μας κατάσταση. Είναι λογικό οι κοινωνικές ομάδες με χαμηλό εισόδημα, να επιλέξουν οικονομικότερες λύσεις από ένα ολοκληρωμένο γεύμα κι ας γνωρίζουν ότι η επιλογή αυτή είναι επιζήμια για την υγεία τους. Επιπλέον, οι επιλογές που βασίζονται σε οικονομικά κριτήρια συνήθως στερούνται ποιότητας πρώτων υλών, ενώ είναι φτωχές σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.
Καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα σήμερα επιβάλλει από μικρή ηλικία να περνάμε μεγάλο μέρος της ημέρας μας εκτός σπιτιού με αποτέλεσμα > 25% της ημερήσιας διατροφής μας να λαμβάνει χώρα σε ξένο περιβάλλον. Πώς μπορούμε να προφυλάξουμε τον εαυτό μας από όλες εκείνες τις παραμέτρους που μας ωθούν σε φτωχές διατροφικά επιλογές;
Το σίγουρο είναι ότι απαιτείται προσωπική προσπάθεια, αλλά και διαμόρφωση ορθής διατροφικής πολιτικής. Ατομικά, μπορούμε να φροντίζουμε να κάνουμε μια μικρή έρευνα για τις επιλογές σε εστιατόρια που υπάρχουν στη γύρω περιοχή που θα βρεθούμε και να εξασφαλίσουμε την έγκαιρη προμήθεια φαγητού, ώστε να μην παρασυρθούμε από το αίσθημα της πείνας. Επίσης, καλό είναι να φροντίσουμε να περιέχει το γεύμα μας λαχανικά, είτε πρόκειται για φαγητό σε κάποια εγκατάσταση είτε για φαγητό στο χέρι (σουβλάκι, σάντουιτς κ.λπ). Ακόμη, καλό θα ήταν να αποφεύγουμε την κατανάλωση αναψυκτικών και αλκοόλ σε καθημερινή βάση, καθώς είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και σε θερμίδες, ενώ θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με το μέγεθος της μερίδας που καταναλώνουμε.
Είναι πολύ σημαντικό, πέρα από την ατομική προσπάθεια, να υπάρχει και διαμορφωμένη διατροφική πολιτική. Μια καλή πρακτική, είναι η θρεπτική και θερμιδική ανάλυση των μενού που όπως έχει αποδειχθεί, λειτουργεί θετικά ως προς τις διατροφικές επιλογές των καταναλωτών. Επιπλέον, καλό θα ήταν η σύσταση των μενού, σε κάθε εγκατάσταση ή περιβάλλον όπου προσφέρεται φαγητό, να ακολουθεί κάποιες βασικές γραμμές ως προς την περιεκτικότητα του μενού σε θρεπτικά συστατικά και την επιλογή των πρώτων υλών.
Πηγή: mednutrition.gr