Το βρογχικό άσθμα είναι μία χρόνια νόσος του αναπνευστικού που απασχολεί ένα μεγάλο ηλικιακά εύρος του πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι 7-10% των ανθρώπων πάσχουν από άσθμα, αλλά το ποσοστό διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών.
Είναι συχνότερο στις Δυτικές χώρες, αλλά φαίνεται ότι και άλλοι παράγοντες, γενετικοί, κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παίζουν ρόλο. Σύμφωνα με την πρόσφατη επιδημιολογική έρευνα της Ομάδας Άσθματος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρίας, 8,6% του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα πάσχει από άσθμα.
Τα κύρια συμπτώματα του άσθματος είναι ένας παρατεινόμενος βήχας πέραν των 8 εβδομάδων με χαρακτήρες περιοδικότητας, η συρίττουσα αναπνοή [οι ασθενείς την ονομάζουν «γατάκια ή σφύριγμα στο στήθος», το σφίξιμο στο στήθος και η δυσκολία στην αναπνοή. Τα συμπτώματα μπορεί να συμβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ή να έχουν εποχιακό χαρακτήρα κυρίως κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή/και του φθινοπώρου. Ένα χαρακτηριστικό των συμπτωμάτων του άσθματος είναι η νυχτερινή εμφάνιση με επικέντρωση τις πρώτες πρωινές ώρες.
Μπορεί δε να αφορούν και άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας στοιχείο που τονίζει την οικογενή επίπτωση της νόσου. Τα συμπτώματα αυτά προκαλούνται από διάφορους εκλυτικούς παράγοντες όπως τα κρυολογήματα [συνήθως ιογενείς λοιμώξεις], η έκθεση σε αλλεργιογόνα, η έκθεση σε κρύο αέρα, η άσκηση και η λήψη φαρμάκων με κυριότερο εκπρόσωπο την ασπιρίνη.
Η διάγνωση του άσθματος βασίζεται στο κλινικό ιστορικό και κυρίως στη συμβατή με τη νόσο συμπτωματολογία. Τεκμηριώνεται δε με απλές εξετάσεις ελέγχου του αναπνευστικού όπως είναι η σπιρομέτρηση και η ροομέτρηση. Σε περίπτωση διαγνωστικής δυσκολίας στα σύγχρονα κέντρα υπάρχει η δυνατότητα διάγνωσης μέσω ειδικών δοκιμασιών που «προκαλούν» την εμφάνιση άσθματος. Στη περίπτωση που ο ασθενής με άσθμα έχει συμβατό ιστορικό με παρουσία ευαισθησίας σε αλλεργικούς παράγοντες πρέπει να υποβάλλεται σε αλλεργικά τεστ με σκοπό την ταυτοποίηση αυτών των παραγόντων.
Η θεραπεία του βρογχικού άσθματος περιλαμβάνει γενικά και ειδικά μέτρα. Στα γενικά ανήκουν η αποφυγή των αλλεργιογόνων και της έκθεση σε ειδικές περιβαντολλογικές συνθήκες και ερεθιστικούς παράγοντες. Στα ειδικά περιλαμβάνονται τα φάρμακα που συνήθως δίνονται με τη μορφή εισπνοών και διακρίνονται σε ρυθμιστικά και ανακουφιστικά. Το κύριο φάρμακο είναι η εισπνεόμενη κορτιζόνη που δίνεται συνήθως σε μικρές δόσεις και δεν προκαλεί παρενέργειες.
Επιπρόσθετα χορηγούνται βρογχοδιασταλτικά φάρμακα με μακρά δράση ώστε να κρατούν ανοικτούς τους βρόγχους χωρίς να χρειάζεται η συχνή χορήγησή τους. Ο βασικός στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη του ελέγχου. Αυτό σημαίνει:
– Ο ασθενής να μην έχει (ή να έχει ελάχιστα) συμπτώματα άσθματος.
– Να μην ξυπνάει τη νύχτα λόγω του άσθματος.
– Να μην έχει (ή να έχει ελάχιστη) ανάγκη να χρησιμοποιήσει φάρμακα ανακούφισης [βρογχοδιασταλτικά]
– Να μπορεί να κάνει τις συνηθισμένες σωματικές και κοινωνικές δραστηριότητες.
– Να έχει φυσιολογικό η σχεδόν φυσιολογικό λειτουργικό έλεγχο αναπνευστικού [σπιρομέτρηση].
– Να μην έχει καθόλου (ή να έχει πολύ σπάνιες) κρίσεις άσθματος.
Το σοβαρό άσθμα αφορά μια μικρή ομάδα ασθενών με βρογχικό άσθμα που η νόσος τους δεν μπορεί να ελεγχθεί παρά τη θεραπεία που λαμβάνουν, η οποία κατά κανόνα περιλαμβάνει υψηλές δόσεις εισπνεόμενων φαρμάκων. Συνήθως οι ασθενείς αυτοί κάνουν συχνές παροξύνσεις και χρειάζεται συχνά να πάρουν κορτιζόνη από το στόμα, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν μόνιμα χαμηλές τιμές στη σπιρομέτρηση τους. Για να χαρακτηρίσουμε ένα ασθενή ότι πάσχει από σοβαρό άσθμα πρέπει να έχουμε πρώτα σιγουρευτεί ότι δεν πάσχει από άλλη νόσο, ότι έχει αντιμετωπίσει νοσήματα που μπορεί να επηρεάζουν το άσθμα (όπως η γαστροισοφαγική παλινδρόμηση, η χρόνια ρινοκολπίτιδα κ.λπ.), ότι έχει ελεγχθεί η έκθεση σε ερεθιστικούς παράγοντες και αντίξοες περιβαντολλογικές συνθήκες, ότι παίρνει τακτικά τα εισπνεόμενα φάρμακά του, και τέλος ότι παρακολουθείται από ειδικό κέντρο με εμπειρία στο σοβαρό άσθμα και για τουλάχιστο 6 μήνες.
Η θεραπεία για αυτούς τους ασθενείς δεν διαφέρει κατά πολύ από τις ηπιότερες μορφές άσθματος με βασική διαφορά όμως την αυξημένη δοσολογία των φαρμάκων και τους αυξημένους συνδυασμούς αυτών. Σε ασθενείς με σοβαρό αλλεργικό άσθμα και εφ’ όσον πληρούν τα παραπάνω κριτήρια χορηγείται τα τελευταία χρόνια ένα μονοκλωνικό αντίσωμα (Omalizumab) που μπλοκάρει μια ουσία στο αίμα που ονομάζεται IgE. Η θεραπευτική αυτή παρέμβαση έχει δειχθεί ότι μπορεί μειώσει τους παροξυσμούς από τη νόσο, να βελτιώσει τα συμπτώματα και να μειώσει την υψηλές δοσολογίες των χορηγούμενων εισπνεόμενων φαρμάκων.
Πηγή: ygeianews.gr